Σε μνήμη αγαπημένη…

«Ξεφυλλίζοντας το γεμάτο συναρπαστικά γεγονότα βιβλίο της Ιστορίας, θ` ανακαλύψουμε ότι ο άνθρωπος διψούσε να έρθει σε επαφή με νέους πολιτισμούς, αλλιώτικους ανθρώπους και μαγευτικές χώρες. Ίσως να τον διακατείχε πάντα το δαιμόνιο αυτό της ανακάλυψης και εξερεύνησης διαφορετικών πολιτισμών και χωρών, ίσως ν` αποτελούσε έναν τρόπο φυγής από την πεζή καθημερινότητα κι ένα μέσον πλήρωσης των κοινωνικών του ελλείψεων. Τι συμβαίνει όμως όταν η ανέμελη και ακαθόριστη αυτή αναζήτηση νέων τόπων εγκατάστασης γίνεται επιτακτική ανάγκη; Πως αισθάνεται όλο εκείνο το ανώνυμο πλήθος που εκδιώκεται από τον τόπο που πίστευε για Πατρίδα του, για καταφύγιό του;

Η φυλή μας έζησε την εμπειρία της προσφυγιάς, όταν ένας μεγάλος αριθμός απλών ανθρώπων, Ελλήνων όπως εμείς, αναγκάστηκε ν`απαρνηθεί τα εδάφη του, τις περιουσίες του, τα όνειρά του και να φύγει κατατρεγμένος, απογυμνωμένος, με δάκρυα στα μάτια κι ένα βάρος στην ψυχή, χωρίς προορισμό και αποσκευές, για ένα αβέβαιο μέλλον. Έπρεπε να βρει άλλον τόπο εγκατάστασης, να προσαρμοστεί σε άλλον τρόπο ζωής, να μάθει να ζει σε άλλες συνθήκες, αλλά πάντα με την ίδια χάρη, την αξιοπρέπεια, την αρχοντιά!

Η προσφυγιά για μένα είναι μια ψυχή γεμάτη αναμνήσεις κι ένα γαλάζιο βλέμμα στραμμένο πάντα στην Πόλη, στην Πάνορμο, στην Προύσα,  στη Σμύρνη, στα Μουδανιά, στην Αρτάκη,  και σ`όλα τα μέρη που αν και ανήκουν σε ξένους είναι δικά μας στο μυαλό, στην καρδιά και στα όνειρά μας. Η εικόνα αυτή, που έχει χαραχθεί στη μνήμη μου, ανήκει στην  προγιαγιά μου Χρυσώ, που δε βρίσκεται πλέον ανάμεσά μας, αλλά ζει μέσα από τις θύμησες των ιστοριών και των αναμνήσεών της.

Η δική της ιστορία ξεκινά κάπου κοντά στο 1922, στις Συκαμιές Πανόρμου…

 

«Μουτζουρωμένο το γυαλί, μα πίσω απ`τους καπνούς του βλέπει ο Θεός το Αϊβαλί και σταματάει ο νούς του…»

 

Γεννήθηκε στις 10 Οκτωβρίου του 1906 στις Συκαμιές Πανόρμου, παραθαλάσσιο χωριό στις νότιες ακτές της Προποντίδας, που απέχει μια «ανάσα δρόμο» από την Πάνορμο. Το όνομά της ήταν Χρυσώ Κεχαγιά. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, καθώς ο πατέρας της είχε τσιφλίκι με κοπάδι από πρόβατα, ελαιοτριβείο και τυροκομείο. Τα παιδικά της χρόνια πέρασαν ανέμελα με τη ζεστασιά της οικογένειάς της και την ειρηνική συμβίωση Ελλήνων, Τούρκων, Αρμενίων και Εβραίων. Η εφηβεία της σημαδεύτηκε από τη μεγαλύτερη καταστροφή που μπορούσε ποτέ να φανταστεί ανθρώπινος νους, τη Μικρασιατική καταστροφή! Έζησε τη θριαμβευτική είσοδο του «ΕΛΛΗ» μαζί με άλλα δώδεκα πολεμικά πλοία, στο λιμάνι της Πανόρμου το 1919, είδε τον πρίγκηπα Αλέξανδρο, να φιλά το χώμα της Μικρασίας, βίωσε όμως  και τον άγριο ξεσηκωμό. Σε ηλικία 16 ετών, μαζί με τους δικούς της, ήταν ανάμεσα στις χιλιάδες των προσφύγων, που άφησαν την Πατρίδα, το σπίτι και το βιός τους, για να έρθουν στην Ελλάδα. Ίσως εκείνη και η οικογένειά της να ήταν από τους τυχερούς που πρόλαβαν να πάρουν μαζί τους μερικά ρούχα και λίγα χρήματα, για να αντιμετωπίσουν το άγνωστο αύριο. Πρώτος σταθμός στο αναπάντεχο αυτό ταξίδι η Ραιδεστός. Εκεί,  συνειδητοποίησε ο πατέρας της, ότι δεν πρόκειται να ξαναγυρίσει πίσω και στρέφοντας το βλέμμα του κατά την Πάνορμο έριξε τα κλειδιά του τσιφλικιού στη θάλασσα. Στη Ραιδεστό επιβιβάστηκαν στο τραίνο  με προορισμό τη Δράμα. Άνθρωποι, ζώα και πράγματα είχαν γίνει ένα ταξιδεύοντας για οκτώ ολόκληρες ημέρες. Το μαρτύριο αυτό τελείωσε φθάνοντας στη Δράμα, όπου δυστυχώς αντιμετώπισαν την αδιαφορία των κατοίκων. Δώδεκα ημέρες έμειναν εκεί. Είπαν πως δεν επιτρέπεται να μείνουν άλλο, ελλείψει χώρου και πως έπρεπε να ψάξουν αλλού για να εγκατασταθούν. Έτσι ξεκίνησαν με τους αραμπάδες για τη Μούσγκα, ένα βαλτώδες χωριό κοντά στη Δράμα. Ένα τζαμί τους φιλοξένησε την πρώτη βραδιά και  ένας οικογενειακός φίλος τους παραχώρησε  το ένα από τα δυο μικροσκοπικά δωμάτια του σπιτιού του. Έτσι λοιπόν για έναν ολόκληρο χρόνο ζούσαν δυο πενταμελείς οικογένειες σε δύο δωμάτια.

Το υγρό κλίμα, όμως της Δράμας,  δεν μπόρεσε να το αντέξει η θαλασσινή καρδιά και αρρώστησε το σώμα από ελονοσία. Στο μεταξύ, οι γονείς του πατέρα και της μητέρας της, είχαν φθάσει στα Καϊλάρια, έπειτα από πληροφορίες, ότι υπάρχει μέρος για να εγκατασταθούν κι έτσι κατάφεραν να πάρουν τα παιδιά και τα εγγόνια  κοντά τους, να ξαναστήσουν το νοικοκυριό τους και να γίνουν ζωντανό κύτταρο μιας νέας κοινωνίας που ανέτειλε στα «Καϊλάρια», στην Πτολεμαΐδα μας.

Τα χρόνια κύλησαν γρήγορα, η Χρυσώ μεγάλωσε, παντρεύτηκε τον Κωσταντή Μαρτινάκη, έκανε δική της οικογένεια. Η ζωή δεν της χαρίστηκε. Πέρασε μεγάλους καημούς, που άφησαν ανεξίτηλα τα σημάδια τους στην ήδη πληγωμένη καρδιά. Καθώς όμως είχε συνηθίσει, κατάφερνε πάντα να χαμογελάει και να δίνει κουράγιο και στους άλλους.

Θα μπορούσα να πω, ότι στάθηκε  «τυχερή», αφού κατάφερε να ταξιδέψει στα μέρη όπου γεννήθηκε και έζησε μικρή. Η θλίψη όμως που ένιωσε, όταν μετά από χρόνια, αντίκρισε το μικρό σπιτάκι που μεγάλωσε ήταν απερίγραπτη. Η διάχυτη αδιαφορία και η εγκατάλειψη την έκαναν να κλάψει, όπως όταν ήρθε το μαντάτο για να φύγουν. Οι μνήμες ζωντάνεψαν ξανά χωρίς όμως να μπορούν να της προσφέρουν καμία παρηγοριά. Έτσι γύρισε πίσω, με το «άχ» του ξεριζωμού στα χείλη, για άλλη μια φορά

Η ιστορία της τελειώνει εδώ, ίσως λίγο απότομα, όπως απότομος ήταν και ο τρόπος με τον οποίον ήρθε η ίδια. Ίσως ιστορίες σαν κι αυτή να μην προσελκύουν πλέον το ενδιαφέρον, ίσως να περνούν απαρατήρητες στο διάβα του χρόνου, όμως ποτέ δε θα σβηστούν οι μνήμες και τα αποτυπώματά τους από την Ιστορία μας.

 

Σ`ευχαριστώ που ήσουν εκεί για να με οδηγήσεις στα ιστορικά μονοπάτια. Πάντα θα μένει ζωντανή η ανάμνησή σου στην καρδιά και στο μυαλό μου.

Η δισέγγονή σου Ευγενία Κοκκίνη

 

(Γράφηκε ως έκθεση, με θέμα «ΟΙ  ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ», το 2001, όταν η Ευγενία ήταν μαθήτρια της Β`Λυκείου, απομαγνητοφωνώντας μια κασέτα με μαρτυρίες της πρόγιαγιάς Χρυσώς. Εκείνη ήδη βρισκόταν παρέα με τους αγαπημένους της εκεί ψηλά…)