ΣΗΡΟΤΡΟΦΙΑ – ΜΕΤΑΞΙ

Γράφει η Χρύσα Μαρτινάκη-Κοκκίνη

 

Από την εποχή του Ιουστινιανού ,που οι δυο μοναχοί, έφεραν το σπόρο του μεταξιού, από τη μακρινή Κίνα, στο Βυζάντιο, η περιοχή της Προποντίδας φημίζεται για τα μεταξωτά της. Η  Προύσα ήταν το μεγαλύτερο παζάρι μεταξωτών της Οθωμανικής  Αυτοκρατορίας. Εκεί συγκεντρωνόταν όλη η παραγωγή μεταξιού της Προποντίδας και της Βιθυνίας. Της Προύσας το μετάξι είναι περίφημο όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και σ`όλο τον κόσμο.

Τη σηροτροφία την εξασκούσαν πολλοί Μικρασιάτες ως παραεπάγγελμα. Ο ιπεκτσής (σηροτρόφος) δεν είχε παρά να διαθέσει ένα χώρο καθαρό για εκτροφείο, μερικές ώρες δουλειάς και μεράκι. Όσο για το «χρυσό δέντρο», τη μουριά, τα φύλλα της οποίας ήταν η τροφή του μεταξοσκώληκα, ευδοκιμούσε αυτοφυές στο εύκρατο και υγρό κλίμα της νότιας Προποντίδας. Είναι χαρακτηριστικό το όνομα του χωριού Συκαμιές , κατά παράφραση Σκαμιές, τόπος καταγωγής αρκετών προσφυγικών οικογενειών της πόλης μας. Η παράδοση και οι μαρτυρίες λένε ότι πήρε αυτό το όνομα από δύο μεγάλες συκαμινιές (=μουριές) που δέσποζαν στο λιμάνι του χωριού και έδεναν τα καΐκια. Στις Συκαμιές λοιπόν, πολλοί κάτοικοι είχαν  τη σηροτροφία ως δεύτερη απασχόληση.

Η σηροτροφία είχε διαδικασία συγκεκριμμένη και συνθήκες υγιεινής προσεγμένες. Το εκτροφείο ήταν χώρος ευρύχωρος, καθαρός, αεριζόμενος και απολυμασμένος. Ο εξοπλισμός ήταν κρεββατίνες από καδρόνια και συρματόπλεγμα (απολυμασμένα), σύνεργα κοπής κλαδιών, χώρος αποθήκευσης γυμνών κλαδιών μουριάς, χώρος συγκέντρωσης των απορριμμάτων του μεταξοσκώληκα και φυσικά μεταξόσπορος. Αυτόν τον προμηθευόταν από τους παραγωγούς,οι οποίοι ήταν ειδικά εκπαιδευμένοι και είχαν άδεια επαγγέλματος. Το Φεβρουάριο με Μάρτιο γινόταν η εκκαθάριση των ατροφικών βλασταριών, ώστε να διευκολυνθεί το κλάδεμα των υγιών κατά τον Απρίλιο με Μάιο. Το σπόρο τον είχαν σε κουτάκια των 25γρ. και τον πουλούσαν το τρίτο δεκαήμερο του Απρίλη, συνήθως στις 23, τότε που άρχιζε να βλασταίνει η μουριά. Την ίδια μέρα που τον έπαιρναν, τον έβαζαν σε μικρούς χώρους που θέρμαιναν με μαγκάλια ή σόμπες για να γίνει η εκκόλαψη, να βγούν δηλ. οι κάμπιες.

Στην αρχή οι παρανύμφες ήταν γκρίζες και τις τάϊζαν ψιλοκομμένα φύλλα μουριάς, ενώ συγχρόνως τις αραίωναν βάζοντάς τες  επάνω στις κρεββατίνες. Οι κάμπιες μεγάλωναν καταναλώνοντας , καθημερινά μεγάλες ποσότητες φύλλων, τα οποία πλέον τους τα έριχναν ολόκληρα ή και με τα κλαδιά. Σ`ένα μήνα έφθαναν τα 5-7εκ. μήκος. Στο διάστημα αυτό άλλαζαν 4 φορές το δέρμα τους. Οι παραγωγοί αυτές τις αλλαγές τις ονόμαζαν Ύπνους, γιατί σε κάθε μια προηγούνταν τέλεια ακινησία της κάμπιας για 24 ώρες.

Στο μήνα η κάμπια σταματούσε το φαγητό κι έψαχνε να σκαρφαλώσει κάπου, για να πλέξει το κουκούλι της (βομβύκιο). Οι παραγωγοί έστηναν τότε όρθια τα γυμνά κλαδιά της μουριάς στις κρεββατίνες όπου ανέβαιναν οι κάμπιες  και  έπλεκαν το κουκούλι γύρω από το σώμα τους, με μια συνεχόμενη κλωστή που έφθανε τα 1500μ. περίπου. Η διαδικασία αυτή διαρκούσε μια εβδομάδα. Μέσα στο κουκούλι η παρανύμφη γινόταν νύμφη, χρυσαλίδα και σε 18 ημέρες πεταλούδα. Τότε τρυπούσε το κουκούλι κι έβγαινε για να ζευγαρώσει και να διαιωνίσει το είδος. Γεννούσε 400-500 στρογγυλωπά αυγά, διαμέτρου 1χλ.(κιτρινωπά στην αρχή, μαυριδερά μετά μια εβδομάδα). Ο σποροπαραγωγός έκανε επιλογή των υγιών αυγών και τα έβαζε στα διάτρητα κουτάκια των 25γρ. τα οποία φύλαγε σε ψυγεία ή ψυχρά μέρη για εννέα μήνες, μέχρι τον επόμενο Απρίλιο που τα έδινε στην παραγωγή κι έτσι έκλεινε ο βιολογικός κύκλος.

Τα κουκούλια που δεν προοριζόταν για σπόρο, αλλά για μετάξι, τα πουλούσαν στους εμπόρους προτού τα τρυπήσει η πεταλούδα και τα καταστρέψει. Κατά τη συναλλαγή έπρεπε να παρευρίσκεται και ο φορατζής για να εισπράξει τη δεκάτη. Για να σκοτωθεί η χρυσσαλίδα ,έβαζαν τα κουκούλια σε φούρνους με ζεστό αέρα ή σε ατμοκλιβάνους  με θερμοκρασία 60οC. Στη συνέχεια τα βουτούσαν σε ζεστό νερό για να μαλακώσουν και ν`αρχίσει το ξετύλιγμα της μεταξοκλωστής. Επειδή όμως το νήμα ήταν πολύ λεπτό, έβαζαν  4-5 μαζί για να κάνουν μια μεταξοκλωστή. Η όλη διαδικασία τελείωνε με τη λεύκανση και την απομάκρυνση της μεταξόκολλας μέσα σε νερό με σαπούνι, ώστε το μετάξι να γίνει απαλό και γυαλιστερό. Όσο για τα απορρίμματα του μεταξοσκώληκα ήταν κι αυτά χρήσιμα. Τα έδιναν ως τροφή στα πρόβατα ή τα έριχναν  στους κήπους και τις γλάστρες ως λίπασμα.

Το ταξίδι όμως του μεταξιού δεν σταματά εδώ. Η μεταξοκλωστή έφθανε στα  νοικοκυριά για να γίνει ύφασμα

στον αργαλειό ,από τα χέρια της Μικρασιάτισας και μετά φορεσιά γιορτινή, στρωσίδια και κεντήματα.

Στοιχεία από το βιβλίο του

Στέλιου Καραμήτσιου

«Οι Ρωμιοί της Προποντίδας»