Δανείζομαι τον τίτλο του βιβλίου του Γιώργου Ρωμαίου για να περιγράψω αυτό που ξεκινήσαμε να πραγματοποιήσουμε στα μέσα του Οκτώβρη. Λίγο πριν το «μικρό καλοκαιράκι» τ’ Άη Δημήτρη, αφήσαμε τα χρυσάνθεμα μπουμπουκιασμένα στα μπαλκόνια και φύγαμε. Πενήντα άνθρωποι τόσο διαφορετικοί και τόσο ίδιοι, μέσα σ’ ένα λεωφορείο, βγήκαμε στον δρόμο της αναζήτησης, με ανθρώπους που ξέρουν τη γη της Μικρασίας καλύτερα από όλους μας, τον Κώστα Τοψη και τη Νικολέτα Topsis Tours .
Ποιας αναζήτησης όμως; Μιλούσαμε σε όλη τη διαδρομή για πράγματα που είχαμε ακούσει, αόριστα, ίσως και τυχαία, από δικούς μας ανθρώπους. Λέξεις, φράσεις, ονόματα τόπων, ονόματα ανθρώπων μας τριγύριζαν, και ήταν εκείνα που ξετυλίχτηκαν και μας ένωσαν κλείνοντάς μας μέσα σ’ ένα πλέγμα χαμένων ονείρων, χαμένων ζωών.
Τη νύχτα που ξεκινήσαμε το ταξίδι σε δρόμους και τόπους άγνωρους, η κούραση της ημέρας που πέρασε, το σκοτάδι που έπεσε μόλις που συναντηθήκαμε, δεν άφησε περιθώρια να έρθουμε κοντά. Έπειτα, μια μικρή περιπέτεια που έφερε μια καθυστέρηση τα ξημερώματα στα σύνορα, κι ύστερα το πέρασμα στην Ανατολή που ο ήλιος βγαίνει νωρίς και ζεσταίνει τις κρύες, από τον καιρό και την απόσταση, καρδιές, μας έφερε πιο κοντά. Τότε ειδωθήκαμε καλύτερα. Άνθρωποι νεαροί, άλλοι μεγάλοι κι άλλοι ακόμη πιο μεγάλοι, αλλά με μια φλόγα στη ψυχή και στο βλέμμα που τους έκανε να μοιάζουν παιδιά, πατήσαμε τα χώματα που γέννησαν τους προγόνους μας.
Το πέρασμα της μεγάλης γέφυρας των Δαρδανελίων έμοιαζε με το μεγάλο αποφασιστικό βήμα προς την Επιστροφή. Την Επιστροφή που άλλοι ονειρεύτηκαν, ευχήθηκαν και ποτέ δεν έκαναν. Η Λάμψακος έμεινε για την επιστροφή. Με τη θάλασσα δίπλα μας, περάσαμε στο μικρό νησάκι, με την Αρχαία Κύζικο να μας θυμίζει την Αργοναυτική εκστρατεία και φτάσαμε στην Αρτάκη. Αντίκρυ της άστραφτε το λευκό των Μαρμάρων της Προκονήσου. Άυπνοι, μα με τα μάτια και την καρδιά ορθάνοιχτα, ρουφούσαμε τις εικόνες της διαδρομής. Στην Πάνορμο επιβαλλόταν ένα καφεδάκι με λουκουμάκι και άλλα συνοδευτικά, για να αντέξουμε στο ξενύχτι που είχε προηγηθεί. Επόμενη στάση οι Σκαμνιές. Τα σπίτια -όσα απέμειναν- φιλούσαν το κύμα. Θυμήθηκα τη Χρυσάνθη που έλεγε πως η γιαγιά της τής μιλούσε για το σπίτι στις Σκαμνιές, κι έλεγε πως τα καβουράκια έμπαιναν στην αυλή. Γριές με σαλβάρια άρχισαν να μας πλησιάζουν βγαίνοντας δειλά δειλά από τα σπίτια. Ζητούσαν να μάθουν από που είμαστε. Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα το κέντρο αναφοράς σε τέτοιες περιγραφές. Κοντά ή μακριά από τη «Σελανίκ», και αυτό ήταν αρκετό για να μας μιλήσουν για τους δικούς τους τόπους καταγωγής. Η Δράμα, η Καβάλα, το Κιλκίς αναφέρονταν στις κουβέντες τους. Αφού μας ξεπροβόδισαν, ο δρόμος οδηγούσε πια στην Προύσα. Στην πόλη που κατέληγε ο δρόμος του μεταξιού. Υφάσματα βαμμένα στα χρώματα της Ανατολής, από μετάξι και βαμβάκι, δημιουργούσαν μια όμορφη πανδαισία. Η κλειστή αγορά της, γεμάτη από αυτά αλλά και άλλα προϊόντα της γης της Ανατολίας, γλυκό κάστανο και πετιμέζια, μας υποδεχόταν. Βόλτα για ψώνια και δωράκια, κι έπειτα ένα τσάι με κουλούρι από τον πλανόδιο σιμιτζή μέσα στο κέντρο της αγοράς έκλεινε όμορφα τη μακρά ημέρα μας. Η αναχώρηση για το ξενοδοχείο μας επιφύλασσε μια έκπληξη. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Προύσης κ. Ιωακείμ,εμφανίστηκε για να μας καλωσορίσει, με τα χέρια γεμάτα δώρα, λιχουδιές και ευλογίες. Η επόμενη μέρα θα ήταν γεμάτη και, όπως αποδείχτηκε, αξέχαστη.
Το ξημέρωμα μας βρήκε να κοιτάζουμε την Προύσα από ψηλά. Η μέρα θα ξεκινούσε με λειτουργία σε έναν προτεσταντικό Ναό τον οποίο ο Σεβασμιώτατος έπρεπε να μετατρέψει σε Ορθόδοξο. Η Σαββατιάτικη λειτουργία ήταν συγκινητική. Τελέστηκε από το ιερέα πατέρα Τιμόθεο που ήταν μαζί μας στην εκδρομή, ενώ ο Μητροπολίτης χοροστάτησε ψάλλοντας μαζί με τον ιεροψάλτη Νικόλαο Ματθαίου. Μέσα στην καρδιά της Προύσας κάναμε τρισάγιο στους νεκρούς μας που έμειναν να φυλάγουν εκείνο τον τόπο, δεμένοι με τις ρίζες της προαιώνιας καταγωγής. Εκεί, ανακαλύψαμε πως σε όλη την διαδρομή από την Ελλάδα είχαμε μαζί μας κι έναν ακόμη επιβάτη. Μια εικόνα του Χριστού φιλοτεχνημένη στο Άγιο Όρος, που παραδόθηκε στον Σεβασμιώτατο. Μετά από αυτό, η ζεστή σούπα που μας πρόσφερε ο Μητροπολίτης στο παλιό Αρμένικο αρχοντικό, ήταν αυτό που χρειαζόταν για να μας ζεστάνει στην Προύσα που μας υποδέχτηκε με κρύο και τον χιονισμένο της Όλυμπο. Μια στάση ακόμη μέσα στην Προύσα, στο παλιό Δημαρχείο που άνοιξε μόνο για εμάς, ήταν απαραίτητη.
Ήταν ώρα να ξεκινήσουμε για τη Μεσόπολη ή Μισόπολη. Πατρίδα της εικόνας του Πολιούχου μας Αη Γιάννη, αλλά και πολλών Πτολεμαϊδιωτών. Η αναζήτηση της παλιάς εκκλησιάς έφερνε αναστάτωση στην ψυχή και η τωρινή εικόνα της προκάλεσε θλίψη και δάκρυα. Ο πανύψηλος τοίχος της πρόσοψης του ναού προκαλούσε δέος. Μπήκαμε μέσα από ένα μικρό άνοιγμα στον χώρο που κάποτε ήταν ο Νάρθηκας. Δέντρα φυτρωμένα, πέτρες, σκουπίδια και αραβικά που παρέπεμπαν ίσως στο Κοράνι, γραμμένα στον τοίχο που κάποτε βρισκόταν το Ιερό, έκανε την εκκλησιά να μοιάζει με ανθρώπινο κουφάρι βεβηλωμένο. Βγήκαμε από την ίδια τρύπα που είχαμε μπει κρατώντας από μια μικρή ανάμνηση στο χέρι. Στο πίσω μέρος του ναού έστεκε ολόρθο, ακουμπισμένο στον τοίχο της εκκλησιάς, το σπίτι του παπά. Βγήκαν οι γείτονες να μάθουν ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε. Αγαθοί Τούρκοι, θέλησαν να μας φιλοξενήσουν και μας πρόσφεραν τσάι. Μια νεότερη σε ηλικία γυναίκα μάς είπε να περιμένουμε. Πήγε στο σπίτι και μας έφερε μια φωτογραφία του σχολείου που υπήρχε κάποτε εκεί. Θαυμάσαμε και γεμίσαμε απορία για το μέγεθος του εκπαιδευτηρίου. Ήταν άραγε αυτό το σχολείο της Μεσόπολης, αναρωτηθήκαμε. Γιατί όχι;
Στα Μουδανιά μας καλωσόριζαν Κρητικοί και άνθρωποι που γνώριζαν τον Μητροπολίτη κι έτρεχαν ξωπίσω μας, να μας μιλήσουν. Ήθελαν να μάθουν. Σα να περίμεναν να τους φέρουμε νέα από τόπους που γνώριζαν κι ας μην τους είχαν επισκεφτεί ποτέ. Η Τρίγλια μας άνοιξε την πρώην εκκλησιά της και το εκπαιδευτήριο, το Μεγάλο Σχολείο. Σπίτια παλιά ελληνικά, διατηρημένα, οδηγούσαν στο λιμάνι απ’ όπου οι παππούδες μας έφυγαν για άλλα λιμάνια και μέρη… εκείνη τη στερνή μέρα.
Ο ήλιος κόντευε να δύσει σαν φτάσαμε στο Γιαγλί Τσιφλίκ. Ο δρόμος ξετυλιγόταν μέσα από ελαιώνες που έκαναν το τοπίο να μοιάζει παραδεισένιο. Ο ξεναγός, που ο δρόμος δεν τον είχε φέρει ξανά σ’ αυτά τα μέρη, ήταν έκπληκτος από την ομορφιά. Το χωριό είχε πάρει ν’ αλλάζει από την τελευταία φορά που κάποιοι άλλοι Μικρασιάτες συντοπίτες μας, το είχαν επισκεφτεί. Οι άνθρωποι κλειστοί, μαζεμένοι. Μας κοιτούσαν πίσω από τις μισοτραβηγμένες κουρτίνες, καθώς πηγαινοερχόμασταν στους δρόμους αναζητώντας ίχνη των προγόνων. Το σπίτι με τη μουριά άλλαξε. Κι όμως παρά την ανακαίνιση ήταν τόσο ίδιο μ’ εκείνο που οι πρώτοι ιδιοκτήτες του άφησαν ένα βράδυ του ’22. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να βοηθήσει. Μια πέτρα από τα θεμέλια της εκκλησιάς του Αη Γιώργη και κάποιες κουβέντες προσβλητικές από έναν γέρο, απόγονο ανταλλαγέντων, με καταγωγή από την Έδεσσα, μας έκανε να νιώσουμε πως ίσως δεν υπάρχει πια ο λόγος και η ανάγκη να ξανά ’ρθουμε. Ευτυχώς, υπάρχει η μουσική και το τραγούδι και μπορείς να μοιραστείς τον πόνο σου, και εκείνος να μικρύνει καθώς ακούς τον πόνο του άλλου. Μια αγκαλιά γίναμε το βράδυ και έτσι πιασμένοι τραγουδήσαμε και χορέψαμε, ενώ το ούτι «έκλαιγε» για εμάς.
Νωρίς το επόμενο πρωί μια ακόμη συνάντηση υπήρχε στο πρόγραμμα. Ο Σύλλογος Προύσας Ανταλλαγέντων της Συνθήκης της Λωζάνης BURSA LOZAN MÜBADİLLERİ KÜLTÜR VE DAYANIŞMA DERNEĞİ μας περίμενε. Είναι όμορφο να πηγαίνεις σε έναν τόπο μακρινό και να σε περιμένουν άνθρωποι με χαμόγελα και αγκαλιές. Τα μέλη του Συλλόγου, παλιοί γνώριμοι, αφού μας είχαν επισκεφτεί τον Ιούνιο στον Σύλλογο, μας ξενάγησαν στο μουσείο τους που στεγάζεται σε ένα παλιό ελληνικό σπίτι που τους παραχωρήθηκε. Πίτες, γλυκά χειροποίητα, τσάι και μια πάντα στον τοίχο με τον Χριστό ως βοσκό, στη μικρή πίσω αυλή, μας έκαναν να νιώσουμε «σαν στο σπίτι μας». Αποχαιρετίσαμε τους αγαπημένους φίλους και μαζί τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Προύσης κ. Ιωακείμ που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν διαρκώς μαζί μας. Εμείς συνεχίσαμε για άλλες πατρίδες.
Όταν φτάσαμε στο Κόλντερε ήταν πια μεσημέρι και ξεσηκώσαμε όλο το χωριό από το ραχάτι του. Βγήκαν από τα καφενεία, μας πήγαν σε σπίτια και αυλές, μας κάλεσαν σε γάμο. Μας πρόσφεραν τσάι κι εμείς τους κεράσαμε κουραμπιέδες. Κι ύστερα βγήκαν τα όργανα. Τραγούδια και χοροί στη μικρή πλατεία ξεσήκωσαν το χωριό. Φωτογραφίες και υποσχέσεις για καλήν αντάμωση κάποια άλλη στιγμή, μας ακολουθούσαν στη μεγάλη μας διαδρομή. Φεύγοντας, μια στάση εκτός προγράμματος στο Μουτεβελί για φωτογραφίες ήταν απαραίτητη κι έφερε μνήμες. Καθώς προχωρούσαμε, οι ταμπέλες των χωριών κάτι μας θύμιζαν διαρκώς. Εμείς, όμως, φεύγαμε για το Παρίσι της Ανατολής, τη Σμύρνη. Το Κορδελιό φάνηκε από ψηλά, μετά από μια μικρή ατυχία. Η καλή διάθεση όλων βοήθησε τον οδηγό μας, τον Κώστα Τοψη, να αντιμετωπίσει το μικρό τεχνικό πρόβλημα που παρουσιάστηκε. Σε λίγη ώρα κατέφτασε λεωφορείο με οδηγό Τούρκο καταγόμενο από την Καβάλα. Με ελληνικά τραγούδια στο νέο λεωφορείο, είδαμε τον ήλιο στη χάση του, καθώς πρόβαλε το λιμάνι της Σμύρνης.
Το άλλο πρωί θα ξεκινούσε μια τριήμερη περιδιάβαση στην Ιωνική γη και τη χερσόνησο της Ερυθραίας. Τσεσμές, Βουρλά και πανέμορφα Αλάτσατα με την Παναγία της με το μαρμάρινο τέμπλο του Χαλεπά και το πηγάδι της αυλής που γράφτηκαν στιγμές τραγικές τις νύχτες του ’22. Τότε κατάλαβα την γιαγιά μικρασιάτισσα που έλεγε με καμάρι «Εγώ κορίτσι μου είμαι από τα Αλάτσατα. Είμαι Αλατσατιανή». Και πως να μην καμαρώνει; Καφές με μαστίχα Χίου από αντίκρυ και μικρές στρόγγυλες πίτες που ξεχείλιζαν σοκολάτα γλύκαναν την πίκρα της απώλειας σ’ αυτή τη γωνιά του Αιγαίου. Λέξεις από «Το σπίτι κοντα στη θάλασσα» του Σεφέρη έρχονταν σκόρπιες:
«τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Ἔτυχε
νά᾿ ναι τὰ χρόνια δίσεχτα πόλεμοι χαλασμοὶ ξενιτεμοὶ…/θυμᾶμαι τὴ χαρά τους καὶ τὴ λύπη τους /καμιὰ φορά, σὰ σταματήσω-…/τὰ σπίτια πεισματώνουν εὔκολα, σὰν τὰ γυμνώσεις.»
Τα βράδια στη Σμύρνη μαγικά με μεζεδάκια και ρακή και βόλτες στο Και που έχασε όλη την πρότερη ομορφιά και αίγλη του, όμως παραμένει εντυπωσιακό. Ναι, ήταν το Παρίσι της Ανατολής η Σμύρνη. Μονάχα η Ευαγγελική Σχολή στέκει ανέγγιχτη. Κι εμείς περνούσαμε κάθε μέρα από μπροστά της, τις τρεις ημέρες που μείναμε στην πόλη, κι αναρωτιόμασταν πώς γλύτωσε. Μια ακόμη συνάντηση μας επιφύλασσε και η Σμύρνη. Ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Σμύρνης κ. Βαρθολομαίος, ο πρώτος μετά τον Άγιο Χρυσόστομο Σμύρνης, μας περίμενε στην Αγία Φωτεινή. Μια αλλιώτικη Αγία Φωτεινή. Ωστόσο, και πάλι η συγκίνηση όλων ήταν μεγάλη.
Την επομένη, η Αρχαία Έφεσος, το Κουσάντασι και ο Κιρκιντζές μας πέρασαν από τη λάμψη των αρχαίων πόλεων της Ιωνίας στα «Ματωμένα Χώματα» της Δ. Σωτηρίου. Φυσική ομορφιά και ιστορική μνήμη τυλίγονται μέσα σε διαδρομές που φέρνουν στεναγμούς και μέρη, όπου η θλίψη διαλύεται μέσα σε μαγαζιά με δερμάτινα και ψαροταβέρνες στις ακτές του Αιγαίου. Αποχαιρετίσαμε τη Σμύρνη με στενοχώρια, αλλά και αγωνία για ό,τι ακολουθούσε. Η Πέργαμος με το Ασκληπιείο της και η Παλαιά Φώκαια, μας έβγαλαν πάλι στη θάλασσα. Το Χριστιανοχώρι χαμένο ανάμεσα στα δυο φράγματα, έπαψε να ζει και να υπάρχει μετά το ’22. Έσβησε από τον χάρτη, όταν οι κάτοικοι πήραν το δρόμο του ξεριζωμού.
Κι έπειτα, ο τόπος αρκετών από τους εκδρομείς, το Κινίκ. Το χωριό σχεδόν ερημωμένο. Τα σπίτια εγκαταλελειμμένα. Πάνω από τις εξώθυρες χρονολογίες γραμμένες, 1887, 1872… Ζωντανή ήταν μόνο η μικρή πλατεία. Καθίσαμε στο καφενείο του παππού της θείας Φωτεινούλας. Εκείνη «έφυγε» λίγο καιρό πριν. Πήγε να’βρει τον πατέρα και τον παππού το δικό της και τους δικούς μας παππούδες. Ο τωρινός ιδιοκτήτης -μάλλον πρόσφυγας από το Κόσοβο- άνοιξε το μικρό χωνευτό ντουλάπι πάνω από το κουζινάκι του καφενέ, έβγαλε έναν φάκελο και μου έδειξε την φωτογραφία της Φωτεινής. Οι άνθρωποι «έφυγαν». Το καφενείο συνεχίζει να υπάρχει, να αλλάζει χέρια και να μένει πάντα το ίδιο. Τι ιστορίες ανθρώπων να έχει δει και να έχει ακούσει μέσα στους τοίχους του που στέκουν εκεί, πάνω από έναν αιώνα. Ήπιαμε καφέ ωραίο και καϊμακλίδικο με ζεστό ψωμί. Απέναντι, ο φούρνος του Ξυνού έκλεισε πια. Έψηνε ψωμί για εκατό και πλέον χρόνια. Κουράστηκε. Φύγαμε γεμίζοντας το λεωφορείο πέτρες από τα καλντερίμια, χώμα από τους δρόμους και φωτογραφίες από τον τοίχο του Άη Δημήτρη που στέκει ακόμη-ποιος ξέρει για πόσο- σ’εκείνη τη γειτονιά. Στ’ αφτιά μας αντηχούσαν οι φωνές των παιδιών από το νέο σχολείο. Η μυρωδιά του τσίπουρου που χύθηκε εν είδη σπονδής, έφερε μια μέθη γλυκιά για να γιατρέψει την πικρία.
Η βαριά ατμόσφαιρα άλλαξε μόλις φτάσαμε στο Δικελί. Η Μυτιλήνη απέναντι μας έγνεφε μέσα από τα τζάμια των σπιτιών που άστραφταν στον ήλιο. Και μετά, το Αϊβαλί μας άνοιξε την αγκαλιά του. Ο Άγιος Γεώργιος, το Αγίασμα και το σπίτι του Η. Βενέζη, ο Ταξιάρχης στο Μοσχονήσι από τη μια, και το «Το στέκι του Μπαλή» από την άλλη, έδιναν την αίσθηση άλλης εποχής. Μια νύφη πέρασε και στάθηκε. Της τραγουδήσαμε. Δεν είχε σημασία σε ποια γλώσσα. Στην ανθρώπινη. Χόρεψε στο ρυθμό του «Σήμερα γάμος γίνεται» κι ας μην καταλάβαινε τα λόγια. Ένιωθε το τραγούδι μας και τις ευχές μας.
Καταλύσαμε στο ξενοδοχείο που έβρεχε το κύμα και κοίταζε τη θάλασσα και τη Δύση. Μικρά νησάκια ανάμεσα, τα Μοσκονήσια και η αρχαία Ποροσελήνη, σκίαζαν κάτω από το λιγοστό φως του μισοφέγγαρου κι έμοιαζαν τρομακτικά, ίδια θαλάσσια τέρατα. Το τελευταίο βράδυ έκρυβε συναισθήματα ανάμεικτα που βυθίζονταν σα βαριά αντικείμενα, σ’ ένα ποτήρι κρασί.
Ο γυρισμός συνέχιζε να είναι το ίδιο φορτισμένος με τον πηγαιμό. Αναζητώντας τον τάφο του Αχιλλέα και τον θησαυρό του Πρίαμου στην αρχαία Τρωάδα βρεθήκαμε με ανθρώπους που μας έφερε κοντά το κοινό επώνυμο. Ο κύκλος έκλεινε σιγά σιγά. Ένα πέρασμα από την Λάμψακο για να πάρουμε κι από εκεί μια πέτρα-σημάδι μνήμης κι όχι λησμονιάς. Κι ο Κώστας Τοψης με υπομονή κινούνταν στις πόλεις και μάζευε μαζί μας χώμα και πετρες. Στην άκρη της γέφυρας, η Καλλίπολη. Να μπούμε; “Φυσικά και θα μπούμε”,απαντά πρόθυμα η Νικολέτα. Η κυρία Κατίνα κουβαλώντας τα 84 χρόνια της, μας ακολούθησε σε κάθε αναζήτηση, χωρίς να πει ποτέ το παραμικρό. Χωρίς παράπονο. Κι ήθελε μόνο να επισκεφτεί τον τόπο του πατέρα της. Κάθισε στην πρώτη θέση και κοίταζε δακρυσμένη την όμορφη πόλη στα «χείλια» των Δαρδανελίων. «17 χρονών έφυγε από δω ο πατέρας μου. Παλικάρι ολόκληρο. Όλα τα θυμόταν και μου τα έλεγε». Σκούπισε εκείνη τα δάκρυά της κι εμείς τα δικά μας και περάσαμε στην Ελλάδα χωρίς να το καταλάβουμε. Σαν ένας αέρας να μας έσπρωχνε να φύγουμε γοργά, χωρίς καθυστερήσεις και πισωγυρίσματα. Κάποιοι γύρισαν το κεφάλι πίσω και κοίταξαν, δίνοντας υπόσχεση. Άλλοι, με το βλέμμα μπροστά δήλωναν πως δεν θα ξανακάνουν το ταξίδι. Ποιος ξέρει; Η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια. Οι δρόμοι ανοιχτοί, γεμάτοι προκλήσεις, περιμένουν τους τολμηρούς ταξιδιώτες να αναζητήσουν τις Ιθάκες τους.