ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ
Δημοσιεύτηκε στα «Τριγλιανά Νέα» από τον Θ. Πιστικίδη
στις 25 Ιανουαρίου 1983. Αρ. φύλλου: 40.
Επιμέλεια κειμένου
Ελένη Χατζούδη-Τούντα
Στο Τσαουτσεσμέ η κερά-Χαρίκλεια πήγε να γεμίσει το λαΐνι και η κερά-Κατίνα πήγε να γεμίσει το κερτέλι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Καλημέρα μαρή, τι κάνεις για;
ΚΑΤΙΝΑ: Ψόφησα μαρή, κρύο ψαστίκι.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Τι θέλεις μαρή, παραμονές Χριστούγεννα ένε, τι ήθελες να κάνει ζέστη κάψα;
ΚΑΤΙΝΑ: Μαρή τέτοιες μέρες οι δουλειές περισσεύουν. Το σπίτι τορτναλά ανοιχτό να στεγνώσουν οι σκάλες, τα παναθύρια έξυσά τα με το κελερπέσι, πότε να στεγνώσουν αυτά με τέτοιο ψαστίκι;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Εγώ αυτά έκανά τα την περασμένη βδομάδα και τώρα απλώνω τις λανάτες και τις βρανιές συυρίζω τα. Μόνο που ο δικός μου ο αβανάκης χτες και σήμερα έφερέ με ξύλα και μέκανε το κατώι ταρμαχούσι, αμέ θα το σφουγγαρίσω πια την παραμονή για να ξεμείνει παστρικό.
ΚΑΤΙΝΑ: Να μαρή, έρχεται και η Σοφία, για δέτηνα, μαρή, με τα γαλέτζια, δε κρυώνει μαρή, θα ψοφήσει αυτή.
ΣΟΦΙΑ: Καλημέρα, λακιρτί εστήσατε μαρή στη βρύση, σας βλέπω τόσην ώρα απ`αντίκρυ, τι λέτε μαρή;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Να μαρή Σοφία, λέμε για τις πάστρες χρονιάρες μέρες.
ΣΟΦΙΑ: Εγω έκανάτα ούλα, μονάχα το κατώι άφησα για την παραμονή. Απάνου καθάρισα, έστρωσα, συγύρισα και τώρα τέλειωσα πια, κρέμασα και τους μπερτέδες μου τους καλούς, μαρή, τι χρυσοχέρα κείνη η πεθερά μου να για δεις κάτι ταντέλες, κάτι αζούρ, τιφαρίκια. Εμείς δεν αδειάζουμε να κεντήσουμε και τώρα με τις ελιές άστα μην τα κρίνεις.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Μαρή Σοφία, τι φαγιά θα κάνεις μαθαύριο Χριστούγεννα, κανονίσατε με τον δικό σου; Εγω είπα στο Νικόλα να σφάξουμε το οβλάκι και κείνος θέλει να σφάξουμε τους πετεινούς και το οβλάκι τ`Αί-Βασιλιού.
ΣΟΦΙΑ: Εμείς θα σφάξουμε τον κούρκο μαρή και την Πρωτοχρονιά θα πάρει απ`τον Αναστάση τον Κόκκινο γουρουνίσιο, να κάνω με τα σέληνα, μαρή, πολύ του αρέσει του Βασίλη μου.
ΚΑΤΙΝΑ: Αντε μαρή κι οι δυο σας, όλο για τις έννοιες σας μιλάτε, μας έφαγε το ψαστίκι, πάμε να πιούμε ένα καφέ σπίτι μου και εκεί λέμε τα.
Και οι τρεις γυναίκες τράβηξαν για το σπίτι της Σοφίας, που ήταν πιο κοντά στο Τσαουτσεσμέ, για να πιούν το καφεδάκι τους.
Η κυρά-Σοφία ετοιμάζει τους καφέδες και οι δυο γειτόνισσες περιεργάζονται το σπίτι.
ΚΑΤΙΝΑ: Μαρή Σοφία, τι πάστρα ένα αυτή, ούλα λαμποκοπούσι. Μονάχη σου έκανές τα.
ΣΟΦΙΑ: Τι να κάνω μαρή, η κόρη λείπει, το κορίτσι δουλεύει στην πόλη και ίσαμε να στρώσω τα μουντέρια, τις λανάτες και τις βρανιές ψόφησα μαρή, αλλά σιγά-σιγά έκανά τα και το οτζάκι το άσπρισα και το κοκκίνισα μέσα, ξέρεις πόσες μέρες βολοδέρνω;
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Εγώ μαρή, κουράστηκα πολύ για να κρεμάσω τους μπερτέδες, αψηλά τα παναθύρια και για να κρεμάσω τους μπερτέδες είδα κι έπαθα. Πονεί και το μερί μου και δεν μπορώ να τεντωθώ. Άστα-άστα, να μη στα λέω, καταφρονιές, γεράσαμε κιόλας μαρή Σοφα, γεράσαμε.
ΚΑΤΙΝΑ: Άντε μαρή που γέρασες, τριάντα οκτώ χρονώ υναίκα. Εσύ ακόμα σαρτίζεσαι…την κερασιά…αλίμονο σε μας.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Άντε μαρή ετεψίζα. Θαρρείς που ο δικός μου ένε σαν τον δικό σου που ένε εσνάφι κι όλη μέρα κάθεται. Ο δικός μαρή ο αβανάκης με τις ελιές ψόφιος, με τα κουκούλια ψόφιος, τώρα έχει και τα κάπια όξω, περιμένει τον Κώτσο τον Βουτσά να`ρτει να τα χτυπήσουν, με τα τέτοια και τα τέτοια τι κεράσια με λογαριάζεις, ξεασαμέτηνα πια, που να μην είσαι με πήχισες πάλι. Άντε τον καφέ είπαμέ τονα, πάμε στο νοικοκυριό μας και με περιμένει η τσούκα να ξεμπουαδιάσω.
ΚΑΤΙΝΑ: Μαρή Χαρίκλεια, τη στάχτη της τσούκας μη την πεταξεις, στεχνώστηνα και μεθαύριο παραμονή τα Φώτα να τη ρίξεις γύρω στο σπίτι για τους οξαποδώ μαρή τους Καλικάντζαρους.
Σηκώνονται να φύγουν αλλά ξανασταματούν στην πόρτα.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Εσύ μαρή Κατίνα τι φαγιά ετοιμάζεις για μεθαύριο Χριστούγεννα;
ΚΑΤΙΝΑ: Να μαρή, ο δικός μου πήρε αγριογούρουνο, έφερέ το από το Κεσίς-Νταή ο Πέτρος ο Ασκέρης, ο αβιτζής και του Αϊ-Βασιλιού θα κόψω τη μυσίρα να την κάνω παραγεμιστή, έφερέ μου και σταπίδες και φιστίκι και θα την κάνω τιφαρίκι, θα σε φέρω κομμάτι γέμιση να κάνει ο δικός σου μεζέ, να γλείψει τα μουστάκια του, ξερώτονα εγώ, ένε μεζετζής.
ΧΑΡΙΚΛΕΙΑ: Μαρή ο δικός μου το ρακί πίνει το με γαράτο, έμα δεν έχει στη μάσα πάνου κανα κολιαρούδι, κανα χαψί γαράτο, καμια λαχαρεμιά της Βυτίνας, καμια τσακιστή ελιά του θρούμπου το ρακί δεν πάει κάτου.
ΚΑΤΙΝΑ: Άντε-άντε πάμε μαρή, πολλά λάφια εκάναμε σήμερις και οι δουλειές μας κυνηγούσι, έχω ν`ανέβω και στο σερβάνι και στα μουσάντερα να κάνω πάστρες. Πάμε και θα`ρτουσι οι νοικοκεροί μας και δεν θα`βρουν φαΐ μεσημεριανό, άντε-άντε πάμε.
Και οι τρεις Τριγλιανές νοικοκυρές χωρίζουν για να συνεχίσουν πάστρες και ετοιμασίες για τις γιορτές του δωδεκαημέρου.