Γράφει η Χρύσα Μαρτινάκη Κοκκίνη
«Χατζής» ,τίτλος επίζηλος, τίτλος που τον αποκτούσαν οι ευγενείς, τίτλος που γοήτευε μικρούς και μεγάλους. Χατζής λεγόταν εκείνος που αξιωνόταν να προσκυνήσει τον Πανάγιο Τάφο και τους Αγίους Τόπους.
Η λέξη χατζής είναι αραβικής προέλευσης και δίδεται στον προσκυνητή των Αγίων Τόπων Χριστιανό ή Μουσουλμάνο. Τα παλιά χρόνια κρυφός πόθος όλων των Χριστιανών ήταν να προσκυνήσουν τον τόπο όπου γεννήθηκε, έζησε , δίδαξε και μαρτύρησε ο Ιησούς Χριστός , και να βαπτιστούν στον Ιορδάνη ποταμό. Πίστευαν ότι έτσι θα κληρονομήσουν την αιώνια βασιλεία των ουρανών.Όσοι προσκυνούσαν τον Πανάγιο Τάφο γινόταν χατζήδες και τον τίτλο αυτό τον έφεραν τιμητικά οι ίδιοι και η οικογένειά τους για όλη τους τη ζωή.
Η προετοιμασία για το χατζηλίκι ήταν πολυετής ,πολυδάπανη και απαιτούσε εξαγνισμό ψυχής και σώματος. Ο υποψήφιος προσκυνητής έπρεπε να εξομολογηθεί, να πάρει την ευχή του παπά και να ζητήσει συγχώρεση από συγγενείς ,φίλους και εχθρούς. Τo ταξίδι ,τα παλιά χρόνια ,γινόταν δια ξηράς, διασχίζοντας την Μ.Ασία και δια μέσου της Συρίας έφθαναν στην Ιερουσαλήμ, καβάλα στις καμήλες. Κατόπιν βέβαια το μακρινό αυτό ταξίδι γινόταν δια θαλάσσης, με ιστιοφόρα που μετέφεραν εμπορεύματα προς εκείνα τα μέρη.
Εκείνος που επρόκειτο να ταξιδέψει για την Ιερουσαλήμ , άρχιζε τις προετοιμασίες μόλις τελείωναν οι καλοκαιρινές ενασχολήσεις και κυρίως ο τρύγος των αμπελιών , δηλ. μέσα Οκτωβρίου. Κανονιζόταν έτσι το ταξίδι, ώστε να γιορτάσουν Χριστούγεννα και Πάσχα στους Αγ.Τόπους. Όταν πλησίαζε η μέρα της αναχώρησης , η νοικοκυρά ετοίμαζε παξιμάδια, τραχανά, πληγούρι, τυρί, νισαστέ και δώρα για τους καλογήρους (προσόψια, μαντήλια λινά και μεταξωτά της Προύσας) Ο άντρας έβγαζε τους «μερούρ τεσκερέδες» (διαβατήρια), αγόραζε 15 οκάδες ρύζι, για το «πιρίντς πιλάφι», που το θεωρούσαν απαραίτητο σε τέτοιες περιστάσεις, ζάχαρη, μπαχαρικά για τα τσουρέκια και λαμπάδες για την παράκληση .Στα Κουβούκλια της Προύσας , ημέρα αναχώρησης ήταν κατά κανόνα η Δευτέρα.. Το Σάββατο η νοικοκυρά έκανε το «γλυκάδ`» (τσουρέκι από αλεύρι σταρένιο, με διάφορα μπαχαρικά, αλειμμένο με αυγό και σουσάμι ,που μόλις το έβγαζαν από το φούρνο ζεστό-ζεστό το περιέχυναν πετμέζι). Το γλυκάδ` το μοίραζαν σ`όλο το μαχαλά και στους συγγενείς για να τιμήσουν τη διασκέδαση, που θα γινόταν την Κυριακή το βράδυ στο σπίτι τους και ήταν ο «Χατζήδικος γάμος». Τη Δευτέρα το πρωί η καμπάνα της εκκλησίας χτυπούσε χαρμόσυνα και οι παπάδες με τα ιερά τους άμφια ,τους ψάλτες και τα εξαπτέρυγα πήγαιναν στο σπίτι του μέλλοντος Χατζή και τον παρελάμβαναν με όλη του την οικογένεια, για να έλθουν στην εκκλησία και να κάνουν την παράκληση. Με πομπή και ψαλμωδίες έβγαιναν από την εκκλησία για να φθάσουν στο προκαθορισμένο μέρος απ` όπου θα έπαιρναν το καράβι.
Έπειτα από πολυήμερο ταξίδι έφθαναν στο λιμάνι της Γιάφφας. Εκεί τους παρελάμβαναν βαρκάρηδες του Αγ. Τάφου και τους οδηγούσαν στο μοναστήρι του Αη-Γιώργη. Ο ηγούμενος της μονής τηλεγραφούσε στην Αγιοταφική Αδελφότητα ότι ήρθαν Χατζήδες και την επομένη ,με τη φροντίδα του , σιδηροδρομικώς, έφθαναν στην πολυύμνητη Αγ. Πόλη. Στο Αρχονταρλήκι του Ναού ,οι καλόγεροι, τους έπλεναν τα πόδια ,κατά το εθιμοτυπικόν και ο υπεύθυνος Αρχιμανδρίτης τους κατέγραφε στο μητρώο των προσκυνητών .Στη συνέχεια τακτοποιόταν σε δωμάτια των μοναστηριών και έγραφαν γράμμα στο χωριό ότι έφθασαν καλά και αξιώθηκαν να πατήσουν τα «άγια χώματα».
Την παραμονή των Χριστουγέννων, πήγαιναν πεζοί στη Βηθλεέμ, που απέχει μονάχα δύο ώρες από την Ιερουσαλήμ. Στο δρόμο τους προσκυνούσαν το μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και έπερναν ,για ενθύμιο ,ρεβύθια πέτρινα από ένα χωράφι.Την παραμονή των Φώτων κατέβαιναν στον Ιορδάνη ποταμό για να βαπτιστούν. Στην επιστροφή ανέβαιναν στο Σαραντάριο όρος, στο μοναστήρι του Χοτζεβά, περνούσαν από το χάνι του Σαμαρείτου, τη βρύση των Αγ. Αποστόλων, τη Βηθανία, τη Γεσθημανή, το Όρος των Ελαιών και τέλος το μοναστήρι του Σταυρού. Πίσω από το Αγ. Βήμα του, υπάρχει το μέρος που ήταν φυτεμένο το δέντρο από το οποίο έκαναν το Σταυρό του Χριστού . Με τα προσκυνήματα και τις προσευχές έφθανε η Μεγ. Εβδομάδα.. Τη Μεγ. Πέμπτη παρακολουθούσαν την τελετή του Νιπτήρος και αγόραζαν τα κεριά που θα άναβαν το Μεγ. Σάββατο κατά την τελετή του Αγ. Φωτός. Την Κυριακή του Πάσχα , μετά την απόλυση της Θείας Λειτουργίας , οι Χατζήδες ανέβαιναν στο Πατριαρχείο, φιλούσαν το χέρι του Πατριάρχη και εκείνος τους πρόσφερε ένα κόκκινο αυγό, που δεν το έτρωγαν, αλλά το έφερναν πίσω στο χωριό. Την ίδια μέρα ξεκινούσαν για το ταξίδι της επιστροφής.
Μόλις πλησίαζαν στον τόπο τους έστελναν είδηση ότι έφθασαν και οι συγγενείς των Χατζήδων ετοίμαζαν άλογα και άμαξες για να τους φέρουν. Σύσσωμο το χωριό περίμενε να τους προυπαντήσει με φωνές, γέλια, χειροφιλήματα..Τους παρελάμβαναν οι παπάδες και με ψαλμωδίες τους πήγαιναν στα σπίτια τους. Η Χατζήδαινα έδινε στους ιερείς σταυρό συντεφένιο, κομπολόι, μυρωδάτο θυμίαμα, σταυρουδάκια για τα μικρά παιδιά και εγγόνια. και μοίραζε στους παρευρισκόμενους το νερό από τον Ιορδάνη ποταμό για να πλύνουν το πρόσωπό τους .Μετά σαράντα μέρες μοίραζε σ`όλους τους συγγενείς και φίλους σταυρουδάκια συντεφένια, σαπούνια μυρωδάτα, θυμιάματα, κομπολόγια, βραχιόλια και στην εκκλησία εικονίσματα και καντήλια φαρφουρένια.. Για τον εαυτό τους, οι Χατζήδες ,έφερναν το αγιασμένο σάβανο με τα τριάντα τρία κεριά όσα και τα χρόνια του Χριστού και λιβάνι για να καεί στην κηδεία τους όταν θα ερχόταν η ώρα για το μεγάλο ταξίδι. Στα Παλάτια του Μαρμαρά, από την ημέρα της επιστροφής και για όλη τους τη ζωή οι Χατζήδες έπρεπε να απέχουν από κάθε σαρκική ηδονή, να είναι σοβαροί, θεοσεβούμενοι, να εκκλησιάζονται και να δίνουν το καλό παράδειγμα..