Τον περασμένο Μάιο ,ο Σύλλογος έκανε ένα ταξίδι από αυτά που ονομάζονται «ταξίδια ζωής».Είναι παράξενη σύμπτωση που ό,τι αφορά στη Μικρασία γίνεται Μάιο, το μήνα με τα μάγια. Το μήνα με τις μεγάλες ιστορικές απώλειες και τις μεγάλες εθνικές στιγμές. Το Μάιο, λοιπόν, ξεκίνησε η δεύτερη και η τρίτη γενιά των Μικρασιατών ένα ταξίδι αναζήτησης. Τι ψάχνουν να βρούνε 90 χρόνια μετά μια χούφτα άνθρωποι που μεγάλωσαν ακούγοντας ιστορίες αληθινές απ’ τη γιαγιά αντί για παραμύθια; Δεν έκανα εγώ αυτό το ταξίδι. Δεν ξέρω αν θα το κάνω ποτέ. Δεν ξέρω αν θέλω να κάνω αυτό το ταξίδι. Ίσως και να επαναπαύτηκα στις ιστορίες που ακούω και διαβάζω ,χρόνια τώρα. Ίσως και να επηρεάστηκα απ’ όσα άκουσα από αυτούς που πήγαν και είδαν ,βρήκαν αυτό που γύρευαν και ύστερα έστρεψαν το βλέμμα αλλού.
Με μια βαλίτσα ,σκόρπιες σημειώσεις από παππούδες που έφυγαν ,μνήμες θαμπές, βιώματα που δεν ήταν δικά τους και με τη φράση στο στόμα «πότε θα έχω την ευκαιρία να ξαναπάω. Μεγάλωσα πια», ξεκίνησαν να εκπληρώσουν το τάμα. Δεν ήταν ταξίδι αναψυχής. Ηταν ταξίδι προσκυνήματος. Η γη της Αιολίδας και της Ιωνίας τους καλούσε. Μετά από τόσα χρόνια « αγώνα να βρούνε τη γαλήνη» ,το μυαλό δε σταμάτησε ,δεν ξεκουράστηκε.
Εκατό άνθρωποι ξεχύθηκαν φορτισμένοι στη γη της Μικρασίας πατώντας αλαφρά μη ταράξουν τον αιώνιο ύπνο των προγόνων ,που άραγε ,θα ησυχάσουν ποτέ; Η Μικρασία θα είναι γι’ αυτούς πάντα η «μάνα»,τι κι αν κοιμάται σε αγκαλιά ξένη χρόνια τώρα. Τι κι αν ακούει άλλη γλώσσα από κείνη που της έμαθαν ο Ηρόδοτος κι ο Ομηρος. Εκείνη καταλαβαίνει αυτό το αλαφιασμένο πλήθος που τρέχει πάνω κάτω κι αναρωτιέται «Μήπως είναι αυτό το σπίτι του παππού;».
Μεσόπολη,Κουβούκλια,Σμύρνη,Προύσα,ΓιαλίΤσιφλίκ,Πέργαμος,Κινίκ,Κυδωνιές,Εφεσος,Τροία……. Ελληνισμός……
«Βρήκαμε τον Αι-Γιάννη. Ερείπια.Το ιερό χορταριασμένο, παραδομένο στη φύση να φροντίσει αυτή για τη μοίρα του. Υπήρχε ο Άμβωνας…».Και οι πρόσφυγες μέσα στο χαμό σκεφτήκαν να σώσουν τον Άγιο ,να τον φέρουν εδώ και ,αν και οι ίδιοι δεν είχαν σπίτια καλά καλά να ζήσουν ,χτίσαν «σπίτι» για τον Άγιο. «Βρήκαμε και το σπίτι του Παπα-Νεόφυτου. Ήταν δίπλα στην εκκλησία». Πόνος βουβός.
Έπειτα άρχισαν να ψάχνουν τα σπίτια. Θυμούνταν περιγραφές αυτών που ήρθαν κι αυτών που άντεξαν να ξαναπάνε και να βρουνε αυτά που αφήσαν.
Τα σπίτια δεν έχουν φωνή. Τα σπίτια έχουν τη δική τους ιστορία να πουν. Τα σπίτια στέκουν ακίνητα ,άψυχα, πληγωμένα κάποτε από τον καιρό και από τους ανθρώπους . Κι όμως οι άνθρωποι πάντα αναζητούν τα σπίτια ,όταν χάσουν τους δικούς τους. Θαρρείς και θα βρουν κάτι από κείνους που «έφυγαν».Αλλάζουν νοικοκυραίους κι όμως εσύ θέλεις να ξύσεις τον τοίχο. Να πάρεις λίγο τούβλο, ένα κεραμίδι. Να ακουμπήσεις πάνω του και ν’ ακούσεις τόσα που θα είχε να πει. Σκιές από το παρελθόν κρύβονται στις γωνίες. Κι όταν πια κοιτάξεις τις φωτογραφίες που έβγαλες και δεις την Τουρκάλα με το μαντήλι να κοιτάζει νωχελικά το απέναντι δέντρο, συνειδητοποιείς ότι « δικό σου είναι μόνο αυτό που έχεις στην ψυχή σου».
«Βρήκαμε και το καφενείο του Παγιαβλή. Έχουν και μια φωτογραφία του μέσα. Το δουλεύει τώρα ένας Τούρκος».Γιατί άραγε ,σκέφτομαι καχύποπτα. Τους έπιασε ο πόνος τους Τούρκους για τους πρώτους ιδιοκτήτες; Όχι βέβαια. Αλλά ξέρουν ότι οι Έλληνες θα πάνε και θα ξαναπάνε. Και είναι καλοί τουρίστες οι Έλληνες και ευσυγκίνητοι και θα αφήσουν και καλά λεφτά. Κακίες ,θα μου πείτε. Όχι. Έτσι σκέφτεται και η τουρκική κυβέρνηση και ξαφνικά άρχισε να αναστηλώνει τα μεγάλα σπίτια πλούσιων Ελλήνων και αποφάσισε ν’ ανοίξει τις εκκλησιές που είχε μετατρέψει σε τζαμιά ,να ξύσει τον σοβά και να αποκαλύψει τα υπέροχα έργα τέχνης ,τις αιώνιες αγιογραφίες ,τα σύμβολα .Κι άνοιξε τις πόρτες της η Παναγιά η Αλατσατιανή και λειτούργησε ο Πατριάρχης ,90 χρόνια μετά. Κι εμείς εδώ κοιμόμαστε τον εθνικό μας ύπνο παρέα με τούρκικες σαπουνόπερες που διατυμπανίζουν το « ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας».Και θα ξυπνήσουμε μια μέρα και θα έχει αλλάξει ο χάρτης .Κι εμείς θα λέμε ιστορίες και τραγούδια για «Μαρμαρωμένους Βασιλιάδες» ενώ οι απέναντι γείτονες θα βολτάρουν στα Δωδεκάνησα και θα κάνουν διαφημίσεις για « ανέμελες διακοπές στο Αιγαίο».
«Ήπιαμε στο καφενείο, τσίπουρο, «αγιασμό». Ύστερα κλάψαμε. Πέσαμε στα γόνατα και προσκυνούσαμε . Φιλούσαμε το χώμα και κάναμε κρυφά το σταυρό μας». Γι’ αυτό λέει ο Βενέζης «Το πιοτό ,που για άλλους λαούς είναι ένδειξη χαράς, για το δικό μας το λαό είναι σπονδή στο θεό της πικρίας».
«Βρήκαμε το φούρνο του Ξυνού. Υπάρχει ακόμη. Ο Ξυνός «έφυγε» κι ο φούρνος έχει ακόμη τ’ όνομά του. (Σιωπή). Εψαξα και το σπίτι της γιαγιά μου .Το βρήκα .Κοίτα .Είναι ακόμη όπως το είχαν αφήσει. Το μισό ασοβάντιστο τα τούβλα. Κοντά έναν αιώνα ,έτσι άφτιαχτο. Ανεπρόκοποι άνθρωποι. Και οι νέοι ιδιοκτήτες βρήκαν σπίτια και περιουσίες και γίναν άνθρωποι .Κι εμείς πάντα πρόσφυγες θα μείνουμε .Έτσι ζήσαμε κι έτσι θα πεθάνουμε .Δεν ανήκουμε ούτε δω ούτε εκεί. Κι ανήκουμε κι εδώ κι εκεί».
Και το ταξίδι συνεχίστηκε. Κι άλλοι βρήκαν τα σπίτια των παππούδων .Άλλοι ,πάλι, όχι. Άλλοι βρήκαν την ουσία ,όμως στα στόματα όλων ένα «γιατί» να μένει μετέωρο. Κι ο μουσουλμάνος ξεναγός να λέει τα δικά του. Ποιος τον ακούει. «Εμείς ξέρουμε».
«Είχα την εικόνα του χωριού μπροστά όπως τα’ λεγε ο παππούς. Περπατώ στο σοκάκι κι ακούω ψιθύρους .Κάπου ακούγεται μουσική, νανούρισμα.»Είναι για να κοιμηθούνε οι ψυχές οι τυραγνισμένες ,οι αλύτρωτες. Αυτές που μείνανε για πάντα εκεί. «Γιατί δε μπορούσαμε να πάρουμε μαζί μας τίποτε. Σκεφτήκαμε να ξεθάψουμε τους νεκρούς ,να πάρουμε τα κόκαλα μαζί, να μη δούνε όσα θα γίνουν, παιδί μου. Μα φύγαμε όπως όπως . Μια στιγμή μόνο γύρισα και κοίταξα το δέντρο μου στην αυλή. Κι ύστερα τίποτα. Δε θυμάμαι τίποτα. Μόνο τα πόδια πονούσανε γυμνά καθώς τρέχαμε. Κι είπε η μάνα μου «Κοίτα μπροστά».Αυτό έκανα»..Η σκιά χάθηκε και το μυαλό μου έμεινε στα τελευταία λόγια.
Ευτυχώς ήρθε καιρός που γυρίσαμε το κεφάλι κι αντέχουμε να κοιτάζουμε πίσω. Κι αντέχουμε να ακούμε τις φωνές που μας μιλούν από το παρελθόν. Να θυμόμαστε την προγιαγιά που μιλούσε γαλλικά και να μη γελάμε. Να λέμε με περηφάνια «Είμαι από τη Μικρασία» και να βλέπουμε το θαυμασμό στα μάτια του άλλου. Κι ήρθε καιρός που λέμε «θα πάμε ταξίδι στις πατρίδες ,στη Μικρασία».
Ήρθε ο καιρός που ανοίγουν οι εκκλησιές στην Έφεσο, στη Σμύρνη ,στ΄Αλάτσατα και θα μπορούμε να βρίσκουμε ένα καταφύγιο εκεί απέναντι. Και κάθε φορά που μπορεί να πηγαίνουμε θα γεμίζουμε τις τσέπες με λίγο χώμα για να ρίξουμε στους νεκρούς εδώ και πέτρες απ’ το σοκάκι που «έπαιζε ο πατέρας μου όταν ήτανε μικρός». Κι εκτός από τα λόγια και τα τραγούδια τώρα θα μπορούμε να δείξουμε και κάτι στα εγγόνια. Να πιάσουν, να αγγίξουν, Κι ας μη μιλούν οι πέτρες ,κι ας μη λέει τίποτα το χώμα.
…Κι η ιστορία της Μικρασίας θα είναι για μας, το ωραιότερο παραμύθι που μ’ αυτό θα κοιμίζουμε τα παιδιά μας.
Καληνύχτα Δέσποινα, καληνύχτα Μαρία………
Βίκυ Χατζηκυριάκου
Φιλόλογος