Τα ροβύθια των Αγίων Θεοδώρων
Η ομορφιά του να μοιράζεσαι. Να κοινωνείς την παράδοση, να μετέχεις στη μνήμη,
να βιώνεις τη συνύπαρξη μέσα από τη συλλογική μνήμη.
Αυτό ζήσαμε όλοι εμείς σήμερα που βρεθήκαμε στο σύλλογο Μικρασιατών, αλλά και
όλοι όσοι τις προηγούμενες ημέρες ετοιμαζόμασταν για την αναβίωση του εθίμου.
Τα ροβίθια των Αγίων Θεοδώρων, είναι ένα έθιμο που χάνεται στα βάθη των χρόνων
και που οι γιαγιάδες και οι μάνες μας το κράτησαν στα σπίτια. Έθιμο Περγαμηνό,
συνδεδεμένο με την καταγωγή και την πατρίδα των προγόνων μας. Συνδεδεμένο με
την εκκλησιά, τη γειτονιά, τους ανθρώπους…
Σύμφωνα με τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς, το πρώτο Σάββατο της μεγάλης
σαρακοστής γιόρταζε η Εκκλησία των Αγίων Θεοδώρων στην Πέργαμο. Κατά τη
γιορτή αυτή υπήρχε το έθιμο να βράζουν στον αυλόγυρο της Εκκλησιάς και κατά την
ώρα της λειτουργίας, ρεβύθια σε καζάνια πολλά -12 έως 15- και να τα μοιράζουν με
ένα κομμάτι ψωμί στους κατοίκους. Όλα τα υλικά (ροβύθια, λάδι, κρεμμύδια και ό,τι
άλλο χρειαζόταν) έπρεπε, σύμφωνα με την παράδοση να παρθούν απ’ όλα τα
Περγαμηνά σπίτια. Πριν το μοίρασμα και μετά τη λειτουργία έπρεπε να γίνει το
«διάβασμα των ρεβυθιών». Κατά το μοίρασμα δεν υπήρχε διάκριση, καθώς «είναι
φαγητό που θα το μοιράσει ο Άγιος», όπως έλεγαν. Από τα βρασμένα ρεβύθια
έπαιρναν και Τούρκοι αλλά και άλλοι αλλοεθνείς. Ένα καζάνι ολόκληρο με ανάλογο
ψωμί, το έστελναν στις φυλακές και μοιραζόταν στους κρατούμενους.
Από το απόγευμα της παραμονής της γιορτής, πήγαιναν στην εκκλησιά τα
περισσότερα σπίτια κόλλυβα, από τα οποία έπρεπε να πάρουν κυρίως οι νέοι και οι
νέες καθώς υπήρχε μια πρόληψη σύμφωνα με την οποία αν τα έβαζαν στο
προσκέφαλό τους θα τους φανέρωναν οι Άγιοι το αγαπημένο τους πρόσωπο. Έλεγαν
μάλιστα και κάποια λόγια σα στίχους εκείνοι που μοιράζονταν τα κόλλυβα
Άγιε Θόδωρε καλέ
Άγιε και θαυματουργέ
Συ που φέρνεις τα καλά
Και μας στέλνεις τη χαρά
Δείξε μου την τύχη μου
Άγιε Θόδωρε καλέ
Άγιε και θαυματουργέ
Απ’ την έρημο περνάς
Και τις μοίρες απαντάς
Όταν βρεις και τη δική μου
Να τη διπλοχαιρετάς
Αν κάθεται να σηκωθεί
Κι αν στέκεται, να περπατεί
Απόψε να’ρθει να τη δω
Υπήρχε και μια άλλη πρόληψη, πάλι σχετική με τις ημέρες της γιορτής αυτής.
Τέσσερεις μέρες πριν τη γιορτή, την Καθαρά Δευτέρα δηλαδή, έπαιρναν από τρία
«πρωτοστέφανα» σπίτια αλεύρι και αλάτι. Αυτά τα ζύμωναν και έφτιαχναν μια πίτα
μικρή. Την έψηναν πάνω σε κάρβουνα και την έτρωγαν το βράδυ, λέγοντας «όποιος
είναι αυτός που θα με πάρει, να έρθει να μου δώσει ένα ποτήρι νερό». Την ημέρα
εκείνη, η κοπέλα που θα έτρωγε την πίτα δεν έπρεπε να φάει τίποτε άλλο.
Αναβίωση. Όλα έγιναν όπως τότε. Τα υλικά τα έδωσαν οι Μικρασιάτισσες για τη
συγχώρεση των ψυχών των δικών τους ανθρώπων. Τα κόλλυβα ετοιμάστηκαν από τις
γυναίκες του Συλλόγου και πήγαν στην εκκλησία. Τα ρεβύθια μοιράστηκαν με αγάπη
σε όσους ήρθαν στον Σύλλογο και μια μεγάλη κατσαρόλα καθώς και αρκετά κιλά
ρεβύθια που δεν είχαν μαγειρευτεί στάλθηκαν στον Σύλλογο «Καλός Σαμαρείτης».
Πάνε περισσότερα από 100 Χρόνια που πέρασαν από τότε που το γιόρτασαν, εκεί,
στην Πέργαμο και στο Κινίκ και φέτος μέσα στην όμορφη αυλή του συλλόγου, τη
λουσμένη στον ήλιο του Μαρτίου, με αγάπη και συγκίνηση το ζήσαμε.
Να έχουμε την ευλογία του Αγίου και να είμαστε γεροί να το ζούμε κάθε χρόνο.