Τ`Αη Γιαννιού του Φανιστή ή του Κλήδονα

 Μικρασιατικά έθιμα από τον τρίτο τόμο των Μικρασιατικών

Χρονικών και τα Λαογραφικά της Σμύρνης

 

                                              Επιμέλεια κειμένου  Φωτεινή Πέκου

 

Ανήμερα της γιορτής τ`Αη Γιαννιού, στις 24 Ιουνίου, οι θεριστές είχαν αργία, γιατί φοβόταν μήπως πάρουν φωτιά τα δεμάτια στα χωράφια τους.

Την παραμονή το βράδυ μετά το ηλιοβασίλεμα, ανάβανε «φανούς» στους δρόμους και στις αλάνες, με κλήματα ξερά, παλιά «κελετήρια» (κοφίνια, καλάθια), κλαδιά και άλλα παλιά και άχρηστα αντικείμενα. Τις φωτιές τις πηδούσαν μικροί και μεγάλοι για το καλό. Στο τέλος ρίχνανε μέσα και τις «πρωτομαγιές» (τα στεφάνια της πρωτομαγιάς). Τα κορίτσια, κρατώντας πάνω από το κεφάλι τους μια πέτρα, περνούσαν τη φωτιά από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις, ψιθυρίζοντας  ευχές. Πολλές μάζευαν στο τέλος την «αχιλιά με τη συράνα» (τη στάχτη με το φαράσι) και τη φύλαγαν για να πλένουνε τα χέρια τους και να μη «δρώνουνε».

Στα χωριά και στις πόλεις της Προποντίδας παραμονή τ` Αγιαννιού, τα «φηκάρια» (κουκούλια), στοιβαγμένα στα μεγάλα κοφίνια, περίμεναν να πάρουν το δρόμο για τα Μουδανιά ή την Προύσα. Εκεί το χρυσό μετάξι θα γίνει καθαρό χρυσάφι και θα φέρει πίσω στα χωριά την αμοιβή και τους κόπους των πενήντα ημερών, όσες δηλ. χρειάστηκαν από το άνοιγμα του σπόρου ως το κλάρωμα και το μάζεμα των φηκαριών.

Οι φουσκιές  από τις βέργες της μουριάς και τα ξερά κλαδιά της βαλανιδιάς, της κουμαριάς, της τσιτσιμίδας και των ρικιών, που στήθηκαν για το κλάρωμα των κουκουλιών, έχουν στοιβαχθεί στις αυλές των σπιτιών. Από `κει θα πάρουν τα παιδιά ξύλα για ν`ανάψουν τις φωτιές τ`Αγιαννιού και για προσάναμμα θα χρησιμοποιήσουν τα στεφάνια της Πρωτομαγιάς.

Στη Σμύρνη κάθε νοικοκυρά, μόλις βράδιαζε, άναβε μπροστά στην πόρτα της το «φανό» με το στεφάνι της πρωτομαγιάς, για προσάναμμα και με ό,τι είχε στο σπιτικό της περιττό για κάψιμο. Γύρω από το φανό μαζευόταν άντρες, γυναίκες και παιδιά και πηδούσαν πάνω από τη φωτιά και σαν έπεφτε πια η φλόγα, έπαιρνα με τη συράνα λίγη χόβολη στο σπίτι για να φύγουν οι ψύλλοι.

 

Για το έθιμο των φανών, οι παλιές Σμυρνιές, διηγούνται ένα θρύλο:

Η μητέρα του Άη Γιάννη, η Ελισάβετ, που κατοικούσε στη Χεβρώνα της Ιουδαίας, σε κάποιο ύψωμα, είχε συνεννοηθεί με την ξαδέλφη της τη Μαριάμ, πως αν την έπιαναν οι πόνοι της γέννας βράδυ, θα την ειδοποιούσε με το άναμμα μιας φωτιάς στο λόφο.

Η ποιητική αυτή παράδοση μπορεί να είναι αληθινή, πάντως το έθιμο του φανού υπήρχε και στην προχριστιανική εποχή, στους Εβραίους και σχετιζότανε με τη γιορτή του ηλιοτροπίου κατά την οποίαν άναβαν φωτιές κι έκαναν κλήδονες, δηλ. οιωνούς.

 

Ο   ΚΛΗΔΟΝΑΣ

 

Ένα από τα πιο παλιά και πιο ωραία έθιμα του Ελληνισμού είναι ο Κλήδονας. Με τη Σμύρνη, το έθιμο αυτό, συνδέεται περισσότερο, γιατί στην αρχαία πόλη της Σμύρνης υπήρχε το «ιερό των κληδόνων».

«Κληδών, δε θεά, μαντική, ής ιερόν ήν εν Σμύρνη» 

(Παυσανίας Θ` ια 7).  Επίσης ο Αριστείδης μιλά περι «κληδόνος», στον ενικό, ως θεάς στο ιερό της οποίας οι Σμυρναίοι πήγαιναν και ακροώντο με θρησκευτική σιγή (Αριστείδης ΧΙ 754)

Παρ`όλες τις καταστροφές των αιώνων, τους πολέμους, σεισμούς, σφαγές, ερήμωση της Σμύρνης και τη διασπορά των αρχαίων οικογενειών, το παιγνίδι-μάντεμα του ιερού των Κληδόνων, εξακολουθούσε να γίνεται.

Κατά το 1680 μεταφέρθηκε στη Γαλλία και σήμερα βρίσκεται στο Μουσείο του Λούβρου, ένα άγαλμα του Πυθίου Απόλλωνα, έργο του Πραξιτέλη. Το άγαλμα βρέθηκε στη Σμύρνη και δεν είναι απίθανο να ήταν ο χρησμοδότης Θεός των Κληδόνων.

Γιατί όμως την ημέρα του κλήδονα την ταύτισαν με τη γιορτή των γενεθλίων του Αη` Γιάννη; Γιατί συσχετίσθηκε ο Πύθιος Απόλλωνας με τον Πρόδρομο του Χριστού;

Ο λαός αντικατέστησε τους αρχαίους θεούς με κάποια αισθητική συγγένεια. Ήταν λοιπόν φυσικό, ο Άη – Γιάννης, ο τελευταίος από τους προφήτες, να γίνει ο αντικαταστάτης του χρησμοδότη Απόλλωνα και προστάτης της μαντείας και του κλήδονα.

Ο Κλήδονας, στη Σμύρνη και σε άλλες πόλεις, ετοιμαζότανε από την παραμονή, μετά το σβήσιμο των φανών.

Έπαιρναν ένα «κουμάρι» χωματένιο, αχρησιμοποίητο και το`διναν σ`ένα παιδάκι, να το γεμίσει νερό από τρια σπίτια που τα κατοικούσαν μονοστέφανες. Το παιδί έπρεπε να πάρει το νερό χωρίς να μιλήσει και να έχει και τους δυο γονείς του εν ζωή. Αφού γέμιζε το κανάτι με το αμίλητο νερό, το έδινε στα κορίτσια που γύριζαν στη γειτονιά και στα φιλικά σπίτια και μάζευαν τα σημάδια που θα έριχναν μέσα.

Κάθε κοπέλλα έδινε ένα σημάδι (δακτυλίδι, σταυρό, καρφίτσα, αλυσσίδα, νόμισμα αρκεί να ξεχώριζε από τα άλλα), για να το βάλουνε στο όνομά της στο κανάτι. Αν έλειπε κάποια κοπέλλα, μπορούσε άλλη να βάλει κάτι στον κλήδονα στο όνομά της.

Αφού έμπαιναν στο νερό όλα τα σημάδια, κλείνανε το στόμιο του κανατιού με ανθισμένες αλιγαριές, το σκεπάζανε μ`ένα κόκκινο μαντήλι και το αφήνανε στο δώμα, για να το δούνε τ`άστρα τη νύχτα.

Η λιγαριά συμβόλιζε την καλοτυχία, το γούρι για κάθε ερωτευμένο. Γι`αυτό, σαν άνθιζε, τα κορίτσια έτρεχαν να πάρουν ένα κλωνάρι. Το λέγει άλλωστε και το δημοτικό τραγουδάκι:

                 Οπ` αλιγαριά δε πιάσει

                 Την αγάπη του θα χάσει

                 Κι όπου δεν τη μυριστεί

                 Θα την αποχωριστεί      

 

 Στο χερούλι του κουμαριού έβαζαν μια κλειδαριά που την έκλειναν λέγοντας:

                 Κλειδώνουμε τον Κλήδονα

                 Στ`Αη-Γιαννιού τη χάρη

                 Κι όπου `ναι καλορρίζικη

                 Οπ`αγαπά να πάρει

 

     Πρωί-πρωί ανέβαινε στο δώμα ένα κορίτσι να πάρει τον κλήδονα προτού να τον δει ο ήλιος. Μετά τη λειτουργία μαζευόταν στην αυλή του σπιτιού φίλοι και γείτονες, έστρωναν χάμω έναν «σιτζαντέ» (μικρό χαλί) και στη μέση έβαζαν το κουμάρι σκεπασμένο. Πρώτα έβγαζαν τις λιγαριές και το κόκκινο πανί, μ`αυτό σκέπαζαν το κεφαλάκι του παιδιού που θα έβγαζε τα σημάδια. Στη συνέχει άνοιγαν την κλειδαριά με το τραγούδι.

                 Ανοίξετε τον Κλήδονα

                 Στ`Αη-Γιαννιού τη χάρη

                 Κι όποια `ναι καλορρίζικη

                 Οπ`αγαπά να πάρει

Το παιδάκι έβγαζε με το χέρι του ένα-ένα τα σημάδια. Σε κάθε σημάδι έλεγαν κι ένα τραγούδι με τη σειρά όποια και όποιος ήθελε. Τα σημάδια τα ακουμπούσε το παιδάκι σ`ένα πιάτο και τα ξανάριχνε στο τέλος όλα μέσα στο κουμάρι για να τα ξαναβγάλουν δυο φορές ακόμη. Η τρίτη φορά ήταν αργά το βράδυ και δεν αφήνανε τα παιδιά και τα κορίτσια να είναι μπροστά, γιατί τα τραγούδια ήταν σατυρικά, κωμικά και τις περισσότερες φορές αδιάντροπα-αριστοφανικά.

Το μεσημέρι, οι λεύτερες κοπέλλες, γέμιζαν το στόμα τους με αμίλητο νερό του κουμαριού κι έβγαιναν στις πόρτες και τα παράθυρα, για ν`ακούσουν ένα όνομα αγοριού, που θα σήμαινε πως εκείνο θάταν και το όνομα του άντρα που θα παντρευόταν.

 

Τραγούδια του Κλήδονα

(ενδεικτικά αναφέρονται μερικά από τα πολλά που υπάρχουν)

  1. Αυτό το αχ σα θα σου πω

           τρέμουν τα καλντερίμια

           τρέμουν τση Σμύρνης τα τσαρσιά

           τση Πόλης τα γιοφύρια.

 

  1. Κλαίνε τα δάση για νερό

           και τα βουνά γι`αέρα

           κι εμένα τα ματάκια μου

           για σένα νύχτα μέρα.

 

  1. Μάτια μου σουρμελίδικα

           που το `βρετε το νάζι;

           σε ποιο μπαξέ θα πάω να βρω

           λουλούδι να σας μοιάζει;

 

  1. Σήμερα τ`άσπρο γιασεμί

           ήβγε να σεργιανίσει

           Θε μου, κάνε συννεφιά

           ήλιος μην το μαυρίσει.

 

  1. Γαλάζια πέτρα του γιαλού

           μαλαματένια βούλα

           να σε χαρει η μανούλα σου

           που σ`έχει μοναχούλα.

    

  1. Μαύρα ειν`τα ματάκια σου

           σαν την ελιά την τρίλλα

           κόκκινα τα χειλάκια σου

           σαν του λαλέ τα φύλλα.

 

  1. Μαύρα μου μάτια και γλυκά

           κι αχείλι μου κοράλι

           και μπόι μου αγγελικό

           τση τζιτζιφιάς κλωνάρι.

 

 

  1. Ως και το σκαρπινάκι σου

          κι εκείνο έχει γνώση

          πέτρα στην πέτρα πορπατεί

          κάρτσα να μη λερώσει.  

 

  1. Χελιδονάκι θα γενώ

          να κάτσω στο λαιμό σου,

          για να φιλήσω την ελιά

          πόχεις στο μάγουλό σου.

 

  1. Κοιμούμαι κι ονειρεύομαι

           πως σε φιλώ στο στόμα

           ξυπνώ κι αισθάνομαι γλυκό

           τ`αχείλι μου ακόμα.

 

  1. Μαυροματού, μαυροφρυδού

           και καστανομαλούσα

           όταν σε γέννα η μάνα σου

           ούλα τα δέντρα ανθούσαν.

 

  1. Όμορφη πού`σαι μάτια μου,

            κι ο ήλιος σε ζουλεύει

            κι όντας γυρίσει να σε δει

            πάει και βασιλεύει.