«ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΜΑΣ»

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ – ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ  ΣΤΗ  ΓΗ  ΤΗΣ  ΜΙΚΡΑΣΙΑΣ

 

Ένα όνειρο ζωής για πολλούς, πήρε σάρκα και οστά με την εκδρομή στα παράλια της Μικρασιατικής γης. Οι προετοιμασίες ξεκίνησαν πριν από μήνες, όταν το Δ.Σ. του Συλλόγου αποφάσισε αυτό το προσκύνημα και κορυφώθηκαν τις τελευταίες ημέρες. Όλα προοιώνιζαν ένα υπέροχο οδοιπορικό γεμάτο ανάμεικτα συναισθήματα. Η Εγνατία οδός, λάμποντας κάτω από τα νυκτερινά φώτα, μας προκαλούσε να διασχίσουμε Κεντρική Μακεδονία και Θράκη για να φθάσουμε Ευρωπαϊκή Τουρκία με το πρώτο φως της ημέρας.

Η ροδοδάκτυλη αυγή πήρε τη σκυτάλη από τη νύχτα και η ιστορική Καλλίπολη απλώθηκε στα νυσταγμένα μάτια μας.

Χτισμένη σε επίκαιρη θέση της χερσονήσου του Ελλησπόντου ήταν αγορά της άφθονης αλιείας και των πλούσιων προϊόντων της απέναντι ευλογημένης Μικρασιατικής γης. Από τα Βυζαντινά χρόνια εξελίχθηκε σε αξιόλογο κέντρο εμπορίου αλλά και πολεμικών επιχειρήσεων. Ήταν λιμάνι μιας εύφορης χώρας, παζάρι μοναδικό μεταξύ Ασίας και Ευρώπης που συνέχισε να ευημερεί και στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

Στις 18 Μαρτίου του 1915, κατά τον Α` Παγκόσμιο πόλεμο, ο συμμαχικός στόλος έκανε μια αποτυχημένη επίθεση στα στενά του Ελλησπόντου. Ακολούθησε απόβαση των συμμαχικών στρατευμάτων στη Δυτ. Ακτή της χερσονήσου στις 25 Απριλίου, όπου δόθηκαν σκληρές μάχες με τα στρατεύματα των Τούρκων. Η ιδιαιτερότητα της περιοχής και η αντίσταση των αντιπάλων προκάλεσαν στους συμμάχους τεράστιες απώλειες, οι οποίοι και απέσυραν τις δυνάμεις τους το Δεκέμβριο του 1915, μετρώντας δεκάδες χιλιάδες νεκρούς.

Τα Δαρδανέλια, ο στενός θαλάσσιος πορθμός, που χωρίζει την Ευρώπη από την Ασία (μήκος 65 χλμ.  μεγαλύτερο πλάτος 8χλμ. και μικρότερο 1200μ.) είχαν και έχουν τεράστια στρατηγική σημασία και ήταν το «μήλον της έριδος» από την αρχαιότητα.

Από τη Καλλίπολη λοιπόν, με πλωτό μέσο και… όχι πάνω στο κριάρι του Φρίξου και της Έλλης, διασχίσαμε τον Ελλήσποντο και βρεθήκαμε στη Λάμψακο, που είναι χτισμένη ακριβώς απέναντι στον Πύργο της Καλλίπολης. Ιδρύθηκε το 654 π.Χ. από Ίωνες της Μιλήτου και της Φώκαιας. Η αρχαία Λάμψακος ήταν πολυάνθρωπη και πλούσια πόλη με αξιόλογη πνευματική κίνηση, ήταν η πόλη όπου έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του εξόριστος ο Αναξαγόρας, από τους σημαντικότερους προσωκρατικούς φιλοσόφους και εκείνη που μνημονεύεται ως τόπος καταγωγής του Πρίαπου, θεού της γονιμότητας. Η Λάμψακος στις αρχές του αιώνα αριθμούσε 2.000 κατοίκους με 1.000 περίπου Έλληνες, οι οποίοι συντηρούσαν εκκλησία και Δημοτική Σχολή με Παρθεναγωγείο.

Η «άγονη γραμμή» που ενώνει την Λάμψακο με την Κυζικική χερσόνησο μας έφερε στη γραφική Αρτάκη και στη σύγχρονη Πάνορμο με το λιμάνι της να συνεχίζει να σφύζει από κίνηση.

Κατά τη Βυζαντινή παράδοση, η Πάνορμος, όφειλε το όνομά της στους βοσκούς, που κατέλυαν με τα κοπάδια τους στον αμμουδερό όρμο της.  Πανός όρμος Πάνορμος.

Η Πάνορμος από μικρό και άσημο χωριό μετατρέπεται σε σπουδαίο λιμάνι χάρη στην προνομιακή γεωγραφική της θέση. Τα σκήπτρα του εμπορίου ανήκουν στα χέρια των Ελλήνων που αποτελούσαν το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Σήμερα είναι μια μεγαλούπολη που εξακολουθεί να συνδέεται με την Κωνσταντινούπολη και άλλα μεγάλα λιμάνια, αλλά δεν έχει το παραμικρό να θυμίζει την Πάνορμο που περιέγραφαν οι παππούδες μας.

 Η αποικία των Μιλησίων, η Αρτάκη, μας καλωσόρισε τυλιγμένη στην πρωινή αχλή, με την «Κερά Παναγιά», το νησάκι της, να την προστατεύει από τους δυνατούς ανέμους. Η μεγαλύτερη και πιο πλούσια πολιτεία της Κυζικινής χερσονήσου υπήρξε έδρα του Μητροπολίτη Κυζίκου με 8.500 Έλληνες, οι οποίοι συντηρούσαν εκτός  των Ιερών Ναών και Αστική Σχολή, Παρθεναγωγείο Νηπιαγωγείο, ενώ 60 ιστιοφόρα αρμένιζαν στις ελληνικές θάλασσες.

Αφήνοντας τον… όρμο του Πανός παρακάμψαμε για τις Συκαμιές, πατρίδα πολλών εκδρομέων. Ένα καθαρά ρωμέικο ψαροχώρι αλλά και γεωργικό, κτηνοτροφικό και καλλιέργειας μεταξοσκώληκα (συκαμιά=μουριά). Χτισμένο σε μια μικρή χερσόνησο, που στην άκρη της, τα χρόνια μέχρι το 1922, υπήρχαν δύο μεγάλες μουριές όπου έδεναν τα καΐκια. Τούρκος δεν κατοίκησε στις Συκαμιές. Σήμερα οι κάτοικοί του είναι από διάφορες περιοχές της Τουρκίας και της Ελλάδας, με έντονα τα στοιχεία της εγκατάλειψης από τους νέους, για ευνόητους λόγους…

Ένας απτάλικος κι ένας καρσιλαμάς, στο λιμανάκι που άλλοτε έσφυζε από ρωμιοκάικα, ήταν η σπονδή μας προς εκείνους που δεν ζουν πια.

Ακολουθώντας τον οδικό άξονα φθάσαμε στην Προύσα, τη νωχελική ερωμένη του Βιθύνιου Ολύμπου. Στην Προύσα του μεταξιού με την απαράμιλλη φυσική ομορφιά και την ασιατική μεγαλοπρέπεια, με την ιστορία της να χάνεται στα βάθη των π.Χ. αιώνων, το χάνι του μεταξιού να δεσπόζει στην πλούσια αγορά της και τον τάφο με το μουσείο του Καραγκιόζη να προσελκύει όλες τις ηλικίες. Έδρα Βιλαετιού και Μητρόπολης, η Προύσα στολίστηκε ανά τους αιώνες με λαμπρά οικοδομήματα κυρίως από ηγεμονικές δωρεές.

Η περιήγηση στην πέριξ περιοχή μας έφερε στην πάλαι ποτέ ανθηρή Μεσόπολη, με τα ελληνικά σπίτια να ομορφαίνουν ακόμη και με τα ερείπιά τους το τοπίο και τον Άη – Γιάννη να αντιστέκεται στη φθορά του χρόνου, για να θυμίζει, ότι εδώ κάποτε είχε ανθίσει ο Ελληνισμός και ο Χριστιανισμός.

Στα Μουδανιά, το επίνειο της Προύσας δέσποζε και πάλι το ελληνικό στοιχείο με εκπαιδευτήρια, εκκλησίες και δημιουργικούς κατοίκους, που άφησαν το στίγμα τους ανεξίτηλο 89 χρόνια μετά.

Στην Τρίγλια, πατρίδα του Εθνομάρτυρα Μητροπολίτη Σμύρνης Χρυσοστόμου, περπατήσαμε στα καλντερίμια, που οδηγούσαν στα Ζαρίφεια εκπαιδευτήρια, τα οποία ανέδειξαν πλήθος λογίων, ιεραρχών και δασκάλων. Εκεί είχαμε και μια απρόσμενη ευχάριστη γνωριμία. Στο χώρο στάθμευσης των λεωφορείων είναι χτισμένη μια ξενοδοχειακή μονάδα, η οποία ανήκει σε Τούρκο τρίτης γενιάς με παππού και γιαγιά από τα Καϊλάρια και την Καρατζόβα!

Η περιοχή Γιαγλί – Τσιφλίκι, κατοικήθηκε για πρώτη φορά από Έλληνες Καρπενησιώτες, φυγάδες της οργής του Αλή – Πασά. Την αγόρασαν από τον Τούρκο τσιφλικά της περιοχής, για να την κάνουν πατρίδα τους και εκείνος τους ζήτησε να την ονομάσουν Γιαγλί, που σημαίνει λαδερό – λιπαρό. Δηλ. ένα τσιφλίκι γεμάτο ελαιόδεντρα. Έτσι παρέμεινε καθαρόαιμο Ρωμιοχώρι. Εκεί λοιπόν, ανάμεσα στα ελληνικά σπίτια, ανώνυμα πλέον αφού δεν υπάρχουν εκείνοι που τα `χτισαν, τραγουδήσαμε το:

Γιαλί Τσιφλίκι όμορφο

Με τα στενά σοκάκια

Που βγαίνουν στα μπαλκόνια σου

Κουρτσάκια και κρινάκια.

Για να ευφρανθούν οι ψυχές που τριγυρνούν ακόμη εκεί…

Και το οδοιπορικό συνεχίζεται προς Κουβούκλια, Απολλωνιάδα, Σμύρνη.

Τα Κουβούκλια σήμερα είναι μια Πανεπιστημιούπολη 55.000 κατοίκων. Εκεί μας υποδέχθηκαν ο Αντιδήμαρχος και ο Πρ. του Πολιτιστικού Συλλόγου αφού και οι δύο έχουν φιλικούς δεσμούς με μέλη του Συλλόγου.

Η γραφική Απολλωνιάδα, 2μ. κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας,  καθρεφτιζόταν στα ήσυχα νερά της λίμνης της, κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό. Η ελληνικότητά της εμφανής σε κάθε βήμα. Στα σπίτια, στους άλλοτε ολάνθιστους κήπους ακόμη και σ` ένα ξεχασμένο τουμπέκι, απομεινάρι μιας άλλης εποχής. Περισσότερο Ελληνική, λοιπόν, ήταν στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ο πνευματικός φάρος όλης της γύρω περιοχής, η οποία βρίθει από ελληνικά χωριά όπως: τα εννέα Πιστικοχώρια, τ` Αγραφιώτικα (στη Β. όχθη του Δρύση ποταμού με πρώτους κατοίκους Έλληνες από τα Άγραφα), το Νεοχώρι, τα Θυάτειρα όπου οι Απόστολοι Παύλος και Ιωάννης δίδαξαν τον Χριστιανισμό και αποτέλεσαν μια από τις επτά Εκκλησίες της Αποκαλύψεως και η Μαγνησία χτισμένη στις όχθες του Έρμου ποταμού με 9.500 Έλληνες, στον εύφορο κάμπο της οποίας βρισκόταν σε κύκλο επτά ρωμιοχώρια, που χτίστηκαν από Μανιάτες το 1780 (Μετεβελί, Παπασλί, Κόλντερε, Φίλια, Τσαούσογλου, Χαρμανταλί, Καραγασλί).

Μετά από μια λοφοσειρά πρόβαλε η αρχόντισσα της Ανατολής, η μυροβόλος Σμύρνη. Παραδομένη στη μαγευτική αγκαλιά του Πάγου γέρνει ναζιάρικα το κεφάλι της στους πρόποδές του, ενώ δροσίζει τα πόδια της στα νερά του Ερμαϊκού κόλπου. Εκείνου του κόλπου που έγινε ο υγρός τάφος χιλιάδων Μικρασιατών πριν 89 χρόνια. Τα συναισθήματα ανάμεικτα και πολύ έντονα. Στη σημερινή πόλη ελάχιστα σημεία θυμίζουν την Σμύρνη των Ελλήνων, το κάστρο, η αρχαία αγορά, ο Φραγκομαχαλάς και μερικά αναπαλαιωμένα αρχοντικά. Η πλατεία Κονάκ, η ωραιότερη της Σμύρνης, που στολίζεται με το ρολόι, δώρο του Κάιζερ Γουλιέλμου, και  το παλιό Διοικητήριο με τις καμάρες, όπου για τρία χρόνια κυμάτιζε η ελληνική σημαία (1919 – 1922) ήταν και είναι το κέντρο της δημόσιας και κοινωνικής ζωής. Μια σύγχρονη και πολύβουη παραλία βρίσκεται στη θέση του πάλαι ποτέ περίφημου, γραφικού «Κε». Περπατήσαμε, στον παραλιακό πεζόδρομο, μ` ένα σφίξιμο στην καρδιά, που σιγά –σιγά έγινε βουβός λυγμός. Τα μάτια της ψυχής είδαν εικόνες, που δεν θάθελε κανείς να δει και να ζήσει. Ένα άλικο λουλούδι στα νερά του Ερμαϊκού, σαν το άλικο αίμα των αθώων που χάθηκαν στα νερά του, τον τρομερό Αύγουστο του `22, ήταν ο επίλογος της παραμονής μας στη Σμύρνη.

Δυτικά της Σμύρνης εκτείνεται η Χερσόνησος της Ερυθραίας, που απλώνεται στο Αιγαίο, για να εκφράσει, θάλεγε κανείς, τον πόθο του Μικρασιατικού Ελληνισμού για τη μάνα Ελλάδα.

Λέγεται ότι ονομάστηκε έτσι, επειδή ευδοκιμεί στο χώμα της το φυτό Ερυθρόδαμο το βαφικό (ριζάρι), από τις ρίζες του οποίου οι Αρχαίοι έπαιρναν την ερυθροβαφή. Οι ευφορότατες  πεδιάδες της,  το υγιεινό κλίμα και το νησιώτικο τοπίο ανέκαθεν σαγήνευαν κι έτσι ιδρύθηκαν και αναπτύχθηκαν οι  αρχαίες πόλεις Κλαζομεναί, Ερυθραί, Τεώς, Κολοφών, η πιο σύγχρονη Βουρλά και οι κωμοπόλεις Σιβρί, Χισάρ, Σιγαντζίκι, Γκιούλμπαξέ, Αλάτσατα, Τσεσμές (Κρήνη). Η περιήγηση στην Ερυθραία μας έφερε στην Σκάλα Βουρλών, χτισμένη στη θέση των αρχαίων Κλαζομενών που συνδέεται στενά με τον Νομπελίστα ποιητή μας Γιώργο Σεφέρη μιας και το εξοχικό της οικογένειάς του βρίσκεται εδώ και λειτουργεί ως ξενώνας που φέρει το όνομά του.

Τα Αλάτσατα είναι πραγματική αποκάλυψη για τον Έλληνα επισκέπτη, αφού έχουν διατηρηθεί τα όμορφα ελληνικά σπίτια που λειτουργούν ως ξενοδοχεία και το απαράμιλλης τέχνης μαρμάρινο τέμπλο, του Ναού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, έργο του Τηνιακού μαρμαρογλύπτη Ιωάννη Χαλεπά , πατέρα του Γιαννούλη Χαλεπά. Η Κρήνη (Τσεσμές) είναι χτισμένη απέναντι από τη Χίο με ωραίο λιμάνι. Ήταν εμπορικό κέντρο όλης της χερσονήσου ανθούσε και συνεχίζει να ανθεί οικονομικά. Περιδιαβαίνοντας τα καλντερίμια θαυμάσαμε την αυθεντική Ελληνική Αρχιτεκτονική της Ανατολής.

Η περιηγητική ανησυχία οδήγησε τα βήματά μας στο χώρο της Αρχαίας Εφέσου. Χτισμένη σε εύφορη κοιλάδα των εκβολών του Κάιστρου ποταμού, γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της στα Ελληνιστικά χρόνια και έγινε γνωστή στον αρχαίο κόσμο για το Αρτεμίσιό της (ναός αφιερωμένος στη θεά Άρτεμη). Για περισσότερο από χίλια χρόνια κρατούσε τα σκήπτρα του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας. Πατρίδα του μεγάλου φιλοσόφου Ηράκλειτου, στα Ρωμαϊκά χρόνια γίνεται σημαντικό κέντρο της Χριστιανοσύνης και μια από τις επτά εκκλησίες της Αποκαλύψεως. Στολίζεται με θαυμάσια γλυπτά μνημεία και σήμερα είναι ο μεγαλύτερος και πλέον καλοδιατηρημένος αρχαιολογικός χώρος της Μικράς Ασίας.

Πλημμυρισμένοι από το ελληνικό πολιτιστικό μεγαλείο αδιαφορήσαμε για το κοσμοπολίτικο Κουσάντασι (Νέα Έφεσος) και παρακάμψαμε για τον πανέμορφο, γραφικό Κιρκιντζέ, την πατρίδα του Μανώλη Αξιώτη,  τον πρωταγωνιστή στα «Ματωμένα χώματα» που έγραψε η Διδώ Σωτηρίου. Τα σπίτια του, άσπρα πιόνια σε πράσινη σκακιέρα είναι χτισμένα με την παραδοσιακή αρχιτεκτονική διάταξη, (που συναντάμε σε πολλά μέρη της Ελλάδας), πάνω σε λόφους με ελιές, αμπέλια και ροδακινιές. Εκεί γευτήκαμε πεντανόστιμους αλμυρούς και γλυκούς γκιουζλεμέδες από μια πραγματική τεχνήτρα του χειροποίητου φύλλου.

Συνεχίζοντας την προσκηνυματική περιήγηση ο δρόμος μας έβγαλε στην Παλαιά Φώκαια χτισμένη σε μια μοναδική τοποθεσία με προστατευμένο κόλπο και διπλό λιμάνι. Η Φώκαια ιδρύθηκε τον 8ο π.Χ. αιώνα από τολμηρούς Ίωνες θαλασσοπόρους και ήταν η μόνη Μικρασιατική πόλη που στράφηκε στη Μεσόγειο (Ιταλία, Γαλλία, Ισπανία) όπου ίδρυσε ονομαστές αποικίες.

Οι πετρόκτικστες εκκλησίες, τα καλοδιατηρημένα σπίτια και το σχολείο με φωτογραφίες αλλοτινών χρόνων είναι έκδηλα σημάδια του ελληνικού χαρακτήρα του ιστορικού οικισμού.

Απέναντι από τη Λέσβο είναι χτισμένο το Αϊβαλί με τα Μοσχονήσια να στολίζουν τη θάλασσά του. Στέκει ακέραιο και γοητευτικό, ανακαλώντας μνήμες, στο βάθος ενός στενού κόλπου, με τα σπίτια και τις εκκλησίες του, όπως τον καιρό που το κατοικούσαν Έλληνες,. Τα ιδιαίτερα προνόμια που δόθηκαν από τον Μεγάλο Βεζίρη Hassan Bay, έδωσαν οικονομική και πνευματική ανάπτυξη στην πόλη και τη δυνατότητα στους Αϊβαλιώτες να στολίσουν την πόλη τους με μεγαλοπρεπείς ναούς και περίτεχνα αρχοντικά. Σήμερα ολόκληρη η παλιά πόλη αποτελεί ένα αξιοθέατο.

Νότια του Αϊβαλιού εκτείνεται η εύφορη κοιλάδα του Κάικου ποταμού, όπου προβάλλει λαμπρή και επιβλητική η Πέργαμος. Χτισμένη στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου έγινε έδρα ενός των σημαντικότερων Ελληνιστικών Βασιλείων και μεγάλο κέντρο γραμμάτων και τεχνών. Το Ασκληπιείο της γνωστό σε όλον τον αρχαίο κόσμο, ήταν θεραπευτήριο ψυχικών παθήσεων και όχι μόνον. Το Σεράπειο, η ερυθρά βασιλική εκκλησία του Αγ. Αντύπα, εντυπωσιάζει τον επισκέπτη, χτισμένο με κόκκινα τούβλα στους πρόποδες της Ακρόπολης. Εκεί οι μερακλήδες Περγαμηνοί πρόσφυγες, χορεύοντας την «Πέργαμο»  την αποχαιρέτισαν για άλλη μια φορά.

Σε απόσταση αναπνοής είναι χτισμένο το Κινίκ, επίσης τόπος καταγωγής πολλών Πτολεμαϊτών. Πολλά ελληνικά σπίτια στέκουν ανέπαφα μόνον η εκκλησία παραδόθηκε στη φθορά του χρόνου. Κάτω από έναν συννεφιασμένο ουρανό και κρύο αέρα να διαπερνά σώμα και ψυχή, περιδιαβήκαμε το Κινίκ μήπως και βρούμε το σπίτι του παππού, του φίλου, του γείτονα ή ό,τι απέμεινε…και κάπου εκεί στην πλατεία κάναμε σπονδή στη μνήμη εκείνων!

Αφήσαμε το Αϊβαλί να κοιμάται και με το πρώτο φως της ημέρας πήραμε το δρόμο της επιστροφής με τελευταίο σταθμό το «Ιερόν Τροίας πτολύεθρον», να εκτείνεται πάνω από τον κόλπο του Αδραμυτίου.

Είναι αλήθεια, ότι περιμέναμε περισσότερα ευρήματα να βρίσκονται στον αρχαιολογικό αυτό χώρο. Έτσι επιστρατεύθηκαν πάλι τα μάτια της ψυχής για να θαυμάσουμε τις εννέα Τροίες τη μία χτισμένη πάνω στην άλλη στα 3.500 χρόνια ζωής του οικισμού,  το μεγαλείο του βασιλείου του Πριάμου και την εφευρετικότητα του πολυμήχανου Οδυσσέα!

Μια τελευταία φωτογραφία με φόντο το κακέκτυπο ομοίωμα του Δούρειου Ίππου, σήμανε και το τέλος αυτού του προσκυνηματικού οδοιπορικού στα παράλια της Μικρασίας. Ήταν μια εμπειρία με ιδιαιτερότητα στις διαδρομές, στις εναλλαγές τοπίων, κοινωνικών συνηθειών, κουλτούρας, τρόπου αντιμετώπισης του επισκέπτη μα πάνω απ` όλα με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Στον κάθε τόπο που επισκεπτόμασταν όλοι συναισθανόταν την επιθυμία εκείνων για να βρουν κάτι, έστω και ελάχιστο, από την πατρογονική εστία. Γελάσαμε, κλάψαμε, διασκεδάσαμε, θαυμάσαμε φυσικές ομορφιές, γευτήκαμε ανατολίτικες γεύσεις, περπατήσαμε σε δρόμους που χαράχθηκαν από Έλληνες, ζήσαμε στα μέρη όπου έζησαν Έλληνες και τα νιώσαμε σαν Πατρίδα μας γιατί είναι Πατρίδα μας…

 

Χρύσα Μαρτινάκη – Κοκκίνη